Αν αναζητήσουμε μέσα στα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό ενός λαού, σίγουρα ξεχωριστή θέση θα έχουν τα ιδανικά του, οι θρύλοι και οι παραδόσεις του, η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα του . Γιατί μέσα από αυτά αντικατοπτρίζεται ο βαθμός της ψυχικής δύναμης και της πνευματικής δημιουργίας κατά τα στάδια εξέλιξης αυτού του λαού.
Τα στοιχεία λοιπόν αυτά που είναι και το ερέθισμα για την ψυχική ανάταση των λαών έρχεται να στολίσει η ποίηση, η μουσική και γενικά το λεπτό εκείνο συναίσθημα που μόνο εκείνο ξέρει να συγκινεί και να εξυμνεί.
Ο λαός του Πόντου από την εποχή των Κομνηνών αλλά και αργότερα μέσα στο σκοτάδι της βάρβαρης δουλείας, δεν σταμάτησε ποτέ να τραγουδά να εξυμνεί κάθε υψηλή ιδέα, την αυτοθυσία , τον ηρωισμό, να συμμερίζεται την χαρά αλλά και τον πόνο του Έθνους και να δείχνει στο σκλαβωμένο γένος τον δρόμο της ελευθερίας και της Εθνικής αποκατάστασης.
Τα κείμενα όμως πολλών από αυτά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι αυθεντικά διότι η μετάδοση τους από γενιά σε γενιά αλλά και η απόδοσή τους από περιοχή σε περιοχή φυσικό ήταν να φέρουν σε αυτά αλλοιώσεις, παραλήψεις και πολλές παραλλαγές.
Και για αυτά βλέπουμε σε πολλά τραγούδια, κενά ή προσθήκες παρμένες από άλλα τραγούδια, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που να αλλοιώνεται κατά βάση η λογική σειρά των στοιχείων και η έννοια του τραγουδιού. Αυτά βέβαια δεν μειώνουν την αξία τους και δεν παύουν να είναι η μελοποιημένη ιστορία του Ποντιακού λαού .
Τα Ποντιακά τραγούδια από απόψεως ποιήσεως όχι μόνο δεν υστερούν από τα τραγούδια των άλλων περιοχών του Ελληνισμού, αλλά έχουν επιπλέον ένα δικό τους χαρακτηριστικό χρώμα που τα τοποθετεί σε μία εξαιρετική θέση και δίνει σε αυτά μία ιδιαίτερη αξία. Αν αναλογιστούμε δε ότι τα τραγούδια αυτά διασώθηκαν επί μία χιλιετηρίδα, μέσα στην αμάθεια και την αγραμματοσύνη, κάτω από την καταστροφική μανία ενός σκληρού κατακτητή, τότε η αξία τους είναι κάτι το ξεχωριστό .
Το κρυφό νανούρισμα της γιαγιάς δίπλα στη κούνια του εγγονού, ήταν η αρχή της μεγάλης προσπάθειας να μην ξεχαστούν όλα εκείνα τα μεγάλα της Ποντιακής φυλής, μέσα στη λαίλαπα του φόβου της τρομοκρατίας, της εξόντωσης.
Αυτό αποδεικνύει και το γεγονός ότι ενώ σε όλον σχεδόν τον μεσαίωνα η ονομασία «Έλληνες» δεν συναντιέται ποτέ σε κανένα δημοτικό τραγούδι των υπόλοιπων Ελληνικών τμημάτων, μέσα από τα Ποντιακά τραγούδια δεν έπαψε ποτέ να εξυμνείται ο Ελληνισμός και η ιστορία του.
Τα τραγούδια του Πόντου μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες ανάλογα με τις χρονικές περιόδους και εποχές που δημιουργήθηκαν .
Από τον 10 ο ή 12 ο αιώνα όταν αρχίζει να εκδηλώνεται η δράση των Ακριτών του Πόντου, μέχρι την άλωση της Τραπεζούντας υπό των Τούρκων το 1461, ο λαϊκός ποιητής εξυμνεί την ανδρεία και τα κατορθώματα των γενναίων πολεμιστών, οι οποίοι άγρυπνοι φρουροί των συνόρων προστατεύουν την Αυτοκρατορία από τις εχθρικές επιθέσεις .
Τα τραγούδια αυτά αποτελούν τον λεγόμενο ακριτικό κύκλο.
Μετά την άλωση όμως και την διάλυση της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου και της Τραπεζούντας ο χαρακτήρας της ποίησης και των τραγουδιών μεταβάλλεται. Δεν εξυμνούν πια τα κατορθώματα των ηρώων αλλά εκφράζουν τον βαθύτατο πόνο που αισθάνεται το Έθνος από την υποδούλωση αλλά και την κρυφή ελπίδα για την αναγέννηση και αποκατάσταση του .Τα τραγούδια ανήκουν στην περίοδο μεταξύ 15 ου και 19 ου αιώνα.
Κατά την τρίτη περίοδο που αρχίζει μετά τον 19 ο αιώνα , έχουμε την δημιουργία νέου κύκλου τραγουδιών, τα οποία συνεχίζονται μέχρι σήμερα και τα οποία ξεχωρίζουν τα τραγούδια του γάμου, της αγάπης , του έρωτα .
Ο ήρωας των κριτικών τραγουδιών, ξέρει να αγωνίζεται, να νικά και να θριαμβεύει, αλλά και να πέφτει εκεί στα βάθη της Ανατολής, σύμβολο αιώνιο της Ποντιακής φιλοπατρίας, της γενναιότητας και της Ελληνικής ψυχής. Για τον Πόντιο ύψιστος ηθικός και κοινωνικός νόμος είναι ο αγώνας και ο θάνατος για την πατρίδα, την οικογένεια για του Χριστού την πίστη την αγία .
Αλλά και όλα τα άλλα ηρωικά τραγούδια έχουν μεγάλη Εθνική αξία, διότι μέσα από αυτά ψάλλονται η ιστορία, οι θρύλοι, οι δοξασίες, οι παραδόσεις, σκηνές από την οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Ο Μάραντον, τη Τρίχας το γεφύρι, ο Γιάννης ο Μονόγιαννες, η Κορ' επήεν σο παρχάρ και πολλά άλλα αριστουργηματικά ποιήματα και ακούσματα της Ποντιακής ψυχής, δίνουν τέτοιες παραστάσεις από την ζωή του αγροτικού και αστικού πληθυσμού του Πόντου .
Όταν η Σαπφώ παρομοιάζει τον έρωτα με καταιγίδα ο Πόντιος θα τραγουδήσει «φουρτούναν έχω σο κιφάλ' κι άψιμον σην καρδία μ'»
Ο Σοφοκλής τον ονομάζει «έρως ανίκατε μάχαν» τον βαπτίζει ανίκητο στη μάχη κι ο Πόντιος ποιητής θα ψάλλει όταν ο νέος μαθαίνει ότι κινδυνεύει η καλή του «έδειξε τ΄αβρασίονας ατ', εκόπαν τ΄αλυσσίδας χίλιους έμπρ' ατ' εσκότωσαν και μύριους απ΄οπίσ' ατ'.
Κι ο Ευριπίδης λέγει «Τα βλέμματα του φλέγουν ως πύριναι ακτίνες», ο Πόντιος θα τραγουδήσει "Τ΄ομμάτια τς βγάλνει άψιμον και η καρδία τς βρούλαν ".
Όμως μέσα σε όλα όσα είπαμε δεν μπορεί να μην αναφέρουμε και την Ποντιακή λύρα, το κύριο όργανο του Πόντου η οποία εκφράζει πάντα όλα τα μουσικά ακούσματα της Ποντιακής δημιουργίας. Η Ποντιακή λύρα όπως και η Κρητική που είναι σχεδόν όμοιες, είναι όργανο μουσικά καθαρά Ελληνικό, αποτελεί δε παραλλαγή και τελειοποίηση της πρώτης Ελληνικής λύρας που εφευρέθηκε σύμφωνα με την παράδοση, από τον Ερμή και την δώρισε στον Απόλλωνα, σαν σύμβολο του δε το τιμούσαν Αρχαίοι Έλληνες.
Ο Πόντιος λυράρης, ποιητής μαζί και μελοποιός, ιδίως των ερωτικών διστίχων, είναι ο κύριος εμψυχωτής των χορευτών, μπροστά από τους οποίους περνά διαδοχικά παίζοντας την λύρα του, έως ότου φθάσει να τους συνεπάρει και να τους οδηγήσει σε ένα μεθύσι διονυσιακό αρχίζοντας από ήρεμους ρυθμούς του ομαλά και φθάνοντας στους γρήγορους Τικ, Κότσαρι , και τη Σέρα, τον ιστορικό πυρρίχιο.
Οι χοροί του Πόντου έχουν μεγάλη ποικιλία και πλαστικότητα διακρίνονται δε περισσότερο έναντι των άλλων διότι διατηρούν τον τύπο του κλειστού χορού, συνηθισμένου μόνο στον Πόντο.
Από το σύνολο των Ποντιακών χορών το μεν «Ομάλ'» είναι η πιο απαλή και ευγενική μορφή χορού, ο δε Σέρα η πιο ζωηρή, ηρωική και ανδροπρεπή.
Τα στοιχεία λοιπόν αυτά που είναι και το ερέθισμα για την ψυχική ανάταση των λαών έρχεται να στολίσει η ποίηση, η μουσική και γενικά το λεπτό εκείνο συναίσθημα που μόνο εκείνο ξέρει να συγκινεί και να εξυμνεί.
Ο λαός του Πόντου από την εποχή των Κομνηνών αλλά και αργότερα μέσα στο σκοτάδι της βάρβαρης δουλείας, δεν σταμάτησε ποτέ να τραγουδά να εξυμνεί κάθε υψηλή ιδέα, την αυτοθυσία , τον ηρωισμό, να συμμερίζεται την χαρά αλλά και τον πόνο του Έθνους και να δείχνει στο σκλαβωμένο γένος τον δρόμο της ελευθερίας και της Εθνικής αποκατάστασης.
Τα κείμενα όμως πολλών από αυτά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι αυθεντικά διότι η μετάδοση τους από γενιά σε γενιά αλλά και η απόδοσή τους από περιοχή σε περιοχή φυσικό ήταν να φέρουν σε αυτά αλλοιώσεις, παραλήψεις και πολλές παραλλαγές.
Και για αυτά βλέπουμε σε πολλά τραγούδια, κενά ή προσθήκες παρμένες από άλλα τραγούδια, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που να αλλοιώνεται κατά βάση η λογική σειρά των στοιχείων και η έννοια του τραγουδιού. Αυτά βέβαια δεν μειώνουν την αξία τους και δεν παύουν να είναι η μελοποιημένη ιστορία του Ποντιακού λαού .
Τα Ποντιακά τραγούδια από απόψεως ποιήσεως όχι μόνο δεν υστερούν από τα τραγούδια των άλλων περιοχών του Ελληνισμού, αλλά έχουν επιπλέον ένα δικό τους χαρακτηριστικό χρώμα που τα τοποθετεί σε μία εξαιρετική θέση και δίνει σε αυτά μία ιδιαίτερη αξία. Αν αναλογιστούμε δε ότι τα τραγούδια αυτά διασώθηκαν επί μία χιλιετηρίδα, μέσα στην αμάθεια και την αγραμματοσύνη, κάτω από την καταστροφική μανία ενός σκληρού κατακτητή, τότε η αξία τους είναι κάτι το ξεχωριστό .
Το κρυφό νανούρισμα της γιαγιάς δίπλα στη κούνια του εγγονού, ήταν η αρχή της μεγάλης προσπάθειας να μην ξεχαστούν όλα εκείνα τα μεγάλα της Ποντιακής φυλής, μέσα στη λαίλαπα του φόβου της τρομοκρατίας, της εξόντωσης.
Αυτό αποδεικνύει και το γεγονός ότι ενώ σε όλον σχεδόν τον μεσαίωνα η ονομασία «Έλληνες» δεν συναντιέται ποτέ σε κανένα δημοτικό τραγούδι των υπόλοιπων Ελληνικών τμημάτων, μέσα από τα Ποντιακά τραγούδια δεν έπαψε ποτέ να εξυμνείται ο Ελληνισμός και η ιστορία του.
Τα τραγούδια του Πόντου μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες ανάλογα με τις χρονικές περιόδους και εποχές που δημιουργήθηκαν .
Από τον 10 ο ή 12 ο αιώνα όταν αρχίζει να εκδηλώνεται η δράση των Ακριτών του Πόντου, μέχρι την άλωση της Τραπεζούντας υπό των Τούρκων το 1461, ο λαϊκός ποιητής εξυμνεί την ανδρεία και τα κατορθώματα των γενναίων πολεμιστών, οι οποίοι άγρυπνοι φρουροί των συνόρων προστατεύουν την Αυτοκρατορία από τις εχθρικές επιθέσεις .
Τα τραγούδια αυτά αποτελούν τον λεγόμενο ακριτικό κύκλο.
Μετά την άλωση όμως και την διάλυση της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου και της Τραπεζούντας ο χαρακτήρας της ποίησης και των τραγουδιών μεταβάλλεται. Δεν εξυμνούν πια τα κατορθώματα των ηρώων αλλά εκφράζουν τον βαθύτατο πόνο που αισθάνεται το Έθνος από την υποδούλωση αλλά και την κρυφή ελπίδα για την αναγέννηση και αποκατάσταση του .Τα τραγούδια ανήκουν στην περίοδο μεταξύ 15 ου και 19 ου αιώνα.
Κατά την τρίτη περίοδο που αρχίζει μετά τον 19 ο αιώνα , έχουμε την δημιουργία νέου κύκλου τραγουδιών, τα οποία συνεχίζονται μέχρι σήμερα και τα οποία ξεχωρίζουν τα τραγούδια του γάμου, της αγάπης , του έρωτα .
Ο ήρωας των κριτικών τραγουδιών, ξέρει να αγωνίζεται, να νικά και να θριαμβεύει, αλλά και να πέφτει εκεί στα βάθη της Ανατολής, σύμβολο αιώνιο της Ποντιακής φιλοπατρίας, της γενναιότητας και της Ελληνικής ψυχής. Για τον Πόντιο ύψιστος ηθικός και κοινωνικός νόμος είναι ο αγώνας και ο θάνατος για την πατρίδα, την οικογένεια για του Χριστού την πίστη την αγία .
Αλλά και όλα τα άλλα ηρωικά τραγούδια έχουν μεγάλη Εθνική αξία, διότι μέσα από αυτά ψάλλονται η ιστορία, οι θρύλοι, οι δοξασίες, οι παραδόσεις, σκηνές από την οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Ο Μάραντον, τη Τρίχας το γεφύρι, ο Γιάννης ο Μονόγιαννες, η Κορ' επήεν σο παρχάρ και πολλά άλλα αριστουργηματικά ποιήματα και ακούσματα της Ποντιακής ψυχής, δίνουν τέτοιες παραστάσεις από την ζωή του αγροτικού και αστικού πληθυσμού του Πόντου .
Όταν η Σαπφώ παρομοιάζει τον έρωτα με καταιγίδα ο Πόντιος θα τραγουδήσει «φουρτούναν έχω σο κιφάλ' κι άψιμον σην καρδία μ'»
Ο Σοφοκλής τον ονομάζει «έρως ανίκατε μάχαν» τον βαπτίζει ανίκητο στη μάχη κι ο Πόντιος ποιητής θα ψάλλει όταν ο νέος μαθαίνει ότι κινδυνεύει η καλή του «έδειξε τ΄αβρασίονας ατ', εκόπαν τ΄αλυσσίδας χίλιους έμπρ' ατ' εσκότωσαν και μύριους απ΄οπίσ' ατ'.
Κι ο Ευριπίδης λέγει «Τα βλέμματα του φλέγουν ως πύριναι ακτίνες», ο Πόντιος θα τραγουδήσει "Τ΄ομμάτια τς βγάλνει άψιμον και η καρδία τς βρούλαν ".
Όμως μέσα σε όλα όσα είπαμε δεν μπορεί να μην αναφέρουμε και την Ποντιακή λύρα, το κύριο όργανο του Πόντου η οποία εκφράζει πάντα όλα τα μουσικά ακούσματα της Ποντιακής δημιουργίας. Η Ποντιακή λύρα όπως και η Κρητική που είναι σχεδόν όμοιες, είναι όργανο μουσικά καθαρά Ελληνικό, αποτελεί δε παραλλαγή και τελειοποίηση της πρώτης Ελληνικής λύρας που εφευρέθηκε σύμφωνα με την παράδοση, από τον Ερμή και την δώρισε στον Απόλλωνα, σαν σύμβολο του δε το τιμούσαν Αρχαίοι Έλληνες.
Ο Πόντιος λυράρης, ποιητής μαζί και μελοποιός, ιδίως των ερωτικών διστίχων, είναι ο κύριος εμψυχωτής των χορευτών, μπροστά από τους οποίους περνά διαδοχικά παίζοντας την λύρα του, έως ότου φθάσει να τους συνεπάρει και να τους οδηγήσει σε ένα μεθύσι διονυσιακό αρχίζοντας από ήρεμους ρυθμούς του ομαλά και φθάνοντας στους γρήγορους Τικ, Κότσαρι , και τη Σέρα, τον ιστορικό πυρρίχιο.
Οι χοροί του Πόντου έχουν μεγάλη ποικιλία και πλαστικότητα διακρίνονται δε περισσότερο έναντι των άλλων διότι διατηρούν τον τύπο του κλειστού χορού, συνηθισμένου μόνο στον Πόντο.
Από το σύνολο των Ποντιακών χορών το μεν «Ομάλ'» είναι η πιο απαλή και ευγενική μορφή χορού, ο δε Σέρα η πιο ζωηρή, ηρωική και ανδροπρεπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου