Μία ακόμη συνέντευξη του Ψαραντώνη (Αντώνης Ξυλούρης) βρήκαμε και αναδημοσιεύουμε. Τον είδαμε και σε τηλεοπτικές εκπομπές τελευταία. Είναι πραγματικά χαρά να τον ακούς και να τον βλέπεις να παίζει αλλά και να μιλάει για τα πάντα. Είναι μία μοναδική, ξεχωριστή μορφή της κρητικής μουσικής. Να πούμε βέβαια ότι η συνέντευξη είναι το 2007 και ότι εντέλει του έδωσαν το Ηρώδειο για συναυλία στις 2-6-2010. "Να ηλί που και έβρέθεν" εκείνο το βράδυ. Προσωπικά δεν τον έχω δει σε ζωντανή εμφάνιση και προσμένω να τον δώ. Η παρακάτω συνέντευξη είναι απολαυστική για πολλούς λόγους, διαβάστε.....
Συνέντευξη: Ψαραντώνης («Η μουσική, παιδί μου, είναι χιλιόμετρα...»)
Συνέντευξη: Ψαραντώνης («Η μουσική, παιδί μου, είναι χιλιόμετρα...»)
H συνέντευξη έγινε σε μια ταβέρνα στο Ηράκλειο. Μιλούσαμε για δύο ώρες. Στην αρχή ήταν μαζεμένος, μετά ανοίχτηκε -πίναμε και ρακή. Ένας φίλος που τον θαυμάζει μας είχε συμβουλέψει: "Πηγαίντε την κουβέντα στα αρχέτυπα: ζωή, έρωτας, θάνατος. Ο Ψαραντώνης είναι πρωτόγονος, είναι αθώος".
Γιατί σε λένε Ψαραντώνη;
Παρατσούκλι είναι. Στ' Ανώγεια έχουμε όλοι παρατσούκλια. Εμένα λέγαν τον παππού μου έτσι. Ήταν σε μια παρέα με 5-6 άτομα που πηγαίνανε και κλέβανε τους Τούρκους. Αυτός ήταν ο πιο γρήγορος. Κι άμα συναντούσαν Τούρκους, έφευγε λέει σαν βολίδα και τους έπιανε όλους, από τον πρώτο ως τον τελευταίο, «σαν τα ψάρια». Έτσι του βγήκε το Ψαρότουρκος κι από κει το Ψαραντώνης. Μετά κόλλησε σ' όλη την οικογένεια: ο Ψαρονίκος, ο Ψαρογιώργης...
Πόσο χρονών είσαι;
100 να βάλεις ότι είμαι! (γέλια)
Σχολείο πήγες;
Ναι, στο δημοτικό. Έμαθα να διαβάζω και να λογαριάζω.
Μουσική πότε άρχισες να παίζεις;
Από μικρός. Στα 10 μου έπαιζα τη λύρα και στα 12-13 έβγαζα δική μου μουσική.
Τόσο μικρός; Πώς γίνεται;
Μόνο του έρχεται. Εκεί που περπατάς σου 'ρχεται στο κεφάλι και πιάνεις τ' όργανο.
Σου βγαίνει αμέσως ή σιγά-σιγά;
Σιγά-σιγά το φτιάχνεις καλύτερα... Άκου, εγώ δεν παίζω ένα κομμάτι το ίδιο ποτέ. Αμέσως μετά να το ξαναπαίξω δε θα' ναι το ίδιο. Αλλιώς το στολίζεις τη μια, αλλιώς την άλλη. Το κεντάς, το προχωράς, το πας μακριά. Η μουσική, παιδί μου, είναι χιλιόμετρα. Μην ακούς αυτούς που βάζουν κουκκίδες στο χαρτί ή τους άλλους που τις διαβάζουν.
Δεν είναι μουσική αυτή;
Όχι, δεν είναι! Δε γράφεται το συναίσθημα του καλλιτέχνη στο χαρτί. Ούτε πουλιέται ούτε αγοράζεται. Η μουσική είναι χαρακτήρας. Μπορούν όλα τα χαρτιά και όλες οι κουκκίδες να μου κάνουν έναν Νίκο; (σ.σ. εννοεί τον αδερφό του, τον Νίκο Ξυλούρη). Ας πάρουν τραγούδια του Νίκου να τα μάθουν οι άλλοι και να τα πούνε.... Από κει που είναι αντρίκια, θα τα κάνουν... πούστικα! (γέλια)
Εσύ νότες ξέρεις;
Ναι, ξέρω. Και λοιπόν; Δεν τις χρειάζομαι. Οι νότες είναι αυτό που λέει ο Καραγκιόζης: «Ντο ρε μι φασολάδα!» (σκάει στα γέλια)... Πιτσιρικάκι το 'δα αυτό και γέλασα πιο πολύ παρά ποτέ μου.
Για τους μουσικολόγους τι γνώμη έχεις;
Είναι κομπλεξικοί. Λόγια, θεωρίες και ξενομανία, το καλό δεν το θέλουνε.
Γιατί δεν το θέλουν;
Γιατί δεν μπορούν να το κουμαντάρουν. Το ζηλεύουν επειδή δεν μπορούν να το κάνουν οι ίδιοι.
Πριν ανέβεις πάνω στη σκηνή για να παίξεις, κάνεις καμιά προετοιμασία;
Μόνο τα όργανα κουρδίζω. Μετά βγαίνουμε όλοι μαζί κι ό,τι πάρει ο ποταμός. Ποτέ δε λέω: «Κοπέλια, θα παίξουμε τώρα αυτό το κομμάτι». Βλέπουν εμένα τι αρχινάω και μπαίνουν κι αυτοί.
Έχετε κάνει πρόβες;
(γελάει) Όχι, τα ξέρουν.
Κάτσε ρε Ψαραντώνη! Πώς τα ξέρουν;
Ε, παίζουμε τόσο καιρό μαζί. Καμιά φορά παίζω κάτι καινούριο και δεν το ξέρουν καθόλου.
Την ώρα της συναυλίας;
Ναι. Το παίζω κι ακολουθάνε το ρυθμό.
Τον κόσμο από κάτω τον προσέχεις;
Ναι, τον προσέχω, γιατί παίζει κι αυτός μαζί μου. Ο τρόπος που ακούνε, που χειροκροτάνε αλλάζει και το δικό μου παίξιμο.
Σκέφτεσαι κάτι την ώρα που παίζεις;
Πώς δε σκέφτομαι!
Είδαμε ότι κλείνεις τα μάτια.
Ναι, έχω τα τοπία μου. Πάω σε τοπία που μ' αρέσουνε για να γίνει ωραία η μουσική. Πώς να σας το πω ρε παιδιά; Εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε τίποτα, η φύση τα έχει όλα. Αυτή είναι ο Θεός. Αυτή σε γεννάει, σε τρώει, σε τιμωρεί. Αυτή μας δίνει και τη μουσική. Εγώ στέκομαι απέναντι απ' τον Ψηλορείτη με τις ώρες. Κι έχω βγάλει αυτό που λέει: «Στου Ψηλορείτη την κορφή/ το χιόνι δεν τελειώνει/ μέχρι να λιώσει το παλιό/ καινούριο το πλακώνει». Τον κοίταζα κι αυτός μου' λεγε τη μουσική.
Από πού τον κοίταζες;
Ήμουν απέναντι, στο Ιδαίο Άντρο, κοντά στο χωριό μου.
Και καθόσουν με τη λύρα σου κι έπαιζες;
Μα μπορείς τώρα να βλέπεις τον Ψηλορείτη και να παίξεις ένα σκυλάδικο; Αυτός μαλώνει! Αυτός θέλει ριζίτικα, θέλει τραγωδία, θέλει...
...πάθος!
Πάθος! Νάτο το κοπέλι!
Στον ύπνο σου, στ' όνειρό σου, ακούς ποτέ μουσική;
Ναι, αμέ. Μου' χει έρθει στ' όνειρό μου μελωδία και σηκώθηκα και την έφτιαξα. Και είναι και ωραίο κομμάτι, ο «Αιθέρας»...
Σε τρομάζει ποτέ η μουσική;
Βέβαια και με τρομάζει. Υπάρχουν φορές που ξυπνάω ιδρωμένος. Η μουσική είναι θεριό που δεν παλεύεται.
Πες μας δυο-τρία τραγούδια άλλων που σ' αρέσουν.
Του Νίκου του αδελφού μου μ' αρέσουν πολλά: η «Ανυφαντού», η «Αυγούστα», το «Παλικάρι στα Σφακιά»...
Αυτό ο Ξαρχάκος δεν το' χει γράψει;
Ναι. Ο Ξαρχάκος είναι ωραίος. Έχει δύναμη, φλόγα -το πράμα φαίνεται. Και του Χατζιδάκι μ' αρέσουνε πολλά, όλα σχεδόν.
Ο Θεοδωράκης; Σε άκουσα πριν τη συναυλία σου προχθές, όταν ανακοινώνανε ότι έχει άλλη μια αυναυλία για τα 80 του χρόνια, εσύ να λες «Σωθήκαμε!»,
Άσε με, μη με ανακατώνεις μ' αυτόν!
Στην τηλεόραση σ' έχουν καλέσει ποτέ ;
Με αποφεύγουνε. Ούτε κι εγώ θέλω να πηγαίνω. Πέρσι που έπαιξα στο «Αν» κλαμπ στα Εξάρχεια, μου λένε «Θες να πας στην τηλεόραση να διαφημιστεί το πρόγραμμα;». Λέω «Όχι, ας πούνε μόνο ότι παίζω εδώ».
Γιατί δεν πας;
Γιατί λένε σ' όλους μπράβο κι έχουν ξεφτιλίσει το μπράβο. Έρχεται ο ένας τον εγεμίζουνε μπράβο, έρχεται ο άλλος τον εγεμίζουνε μπράβο, γελούνε ψεύτικα, κουνιούνται ψεύτικα. Τι να πάω να κάνω;
Αυτοί γιατί λες ότι σ' αποφεύγουνε;
Γιατί είναι τα κυκλώματά τους τέτοια, δεν τα ξέρετε τώρα; Επήγα σ' ένα μαγαζί να παίξω και μου λένε «θα στείλει η ΕΡΤ συνεργείο». «Σιγά μη στείλει!» τους λέω. Και την παραμονή που ήταν να' ρθουν, λένε ότι δεν έρχονται. Δεν έχουν λέει συνεργείο! Και μ' έπιασε ταράχισμα και παίρνω εγώ τηλέφωνο τον υπεύθυνο στην ΕΡΤ και λέω: «Δεν είναι δική σας η τηλεόραση! Εμείς δηλαδή τι είμαστε; Για μας δεν έχετε συνεργείο και για τους ξενέρωτους έχετε;».
Παρατσούκλι είναι. Στ' Ανώγεια έχουμε όλοι παρατσούκλια. Εμένα λέγαν τον παππού μου έτσι. Ήταν σε μια παρέα με 5-6 άτομα που πηγαίνανε και κλέβανε τους Τούρκους. Αυτός ήταν ο πιο γρήγορος. Κι άμα συναντούσαν Τούρκους, έφευγε λέει σαν βολίδα και τους έπιανε όλους, από τον πρώτο ως τον τελευταίο, «σαν τα ψάρια». Έτσι του βγήκε το Ψαρότουρκος κι από κει το Ψαραντώνης. Μετά κόλλησε σ' όλη την οικογένεια: ο Ψαρονίκος, ο Ψαρογιώργης...
Πόσο χρονών είσαι;
100 να βάλεις ότι είμαι! (γέλια)
Σχολείο πήγες;
Ναι, στο δημοτικό. Έμαθα να διαβάζω και να λογαριάζω.
Μουσική πότε άρχισες να παίζεις;
Από μικρός. Στα 10 μου έπαιζα τη λύρα και στα 12-13 έβγαζα δική μου μουσική.
Τόσο μικρός; Πώς γίνεται;
Μόνο του έρχεται. Εκεί που περπατάς σου 'ρχεται στο κεφάλι και πιάνεις τ' όργανο.
Σου βγαίνει αμέσως ή σιγά-σιγά;
Σιγά-σιγά το φτιάχνεις καλύτερα... Άκου, εγώ δεν παίζω ένα κομμάτι το ίδιο ποτέ. Αμέσως μετά να το ξαναπαίξω δε θα' ναι το ίδιο. Αλλιώς το στολίζεις τη μια, αλλιώς την άλλη. Το κεντάς, το προχωράς, το πας μακριά. Η μουσική, παιδί μου, είναι χιλιόμετρα. Μην ακούς αυτούς που βάζουν κουκκίδες στο χαρτί ή τους άλλους που τις διαβάζουν.
Δεν είναι μουσική αυτή;
Όχι, δεν είναι! Δε γράφεται το συναίσθημα του καλλιτέχνη στο χαρτί. Ούτε πουλιέται ούτε αγοράζεται. Η μουσική είναι χαρακτήρας. Μπορούν όλα τα χαρτιά και όλες οι κουκκίδες να μου κάνουν έναν Νίκο; (σ.σ. εννοεί τον αδερφό του, τον Νίκο Ξυλούρη). Ας πάρουν τραγούδια του Νίκου να τα μάθουν οι άλλοι και να τα πούνε.... Από κει που είναι αντρίκια, θα τα κάνουν... πούστικα! (γέλια)
Εσύ νότες ξέρεις;
Ναι, ξέρω. Και λοιπόν; Δεν τις χρειάζομαι. Οι νότες είναι αυτό που λέει ο Καραγκιόζης: «Ντο ρε μι φασολάδα!» (σκάει στα γέλια)... Πιτσιρικάκι το 'δα αυτό και γέλασα πιο πολύ παρά ποτέ μου.
Για τους μουσικολόγους τι γνώμη έχεις;
Είναι κομπλεξικοί. Λόγια, θεωρίες και ξενομανία, το καλό δεν το θέλουνε.
Γιατί δεν το θέλουν;
Γιατί δεν μπορούν να το κουμαντάρουν. Το ζηλεύουν επειδή δεν μπορούν να το κάνουν οι ίδιοι.
Πριν ανέβεις πάνω στη σκηνή για να παίξεις, κάνεις καμιά προετοιμασία;
Μόνο τα όργανα κουρδίζω. Μετά βγαίνουμε όλοι μαζί κι ό,τι πάρει ο ποταμός. Ποτέ δε λέω: «Κοπέλια, θα παίξουμε τώρα αυτό το κομμάτι». Βλέπουν εμένα τι αρχινάω και μπαίνουν κι αυτοί.
Έχετε κάνει πρόβες;
(γελάει) Όχι, τα ξέρουν.
Κάτσε ρε Ψαραντώνη! Πώς τα ξέρουν;
Ε, παίζουμε τόσο καιρό μαζί. Καμιά φορά παίζω κάτι καινούριο και δεν το ξέρουν καθόλου.
Την ώρα της συναυλίας;
Ναι. Το παίζω κι ακολουθάνε το ρυθμό.
Τον κόσμο από κάτω τον προσέχεις;
Ναι, τον προσέχω, γιατί παίζει κι αυτός μαζί μου. Ο τρόπος που ακούνε, που χειροκροτάνε αλλάζει και το δικό μου παίξιμο.
Σκέφτεσαι κάτι την ώρα που παίζεις;
Πώς δε σκέφτομαι!
Είδαμε ότι κλείνεις τα μάτια.
Ναι, έχω τα τοπία μου. Πάω σε τοπία που μ' αρέσουνε για να γίνει ωραία η μουσική. Πώς να σας το πω ρε παιδιά; Εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε τίποτα, η φύση τα έχει όλα. Αυτή είναι ο Θεός. Αυτή σε γεννάει, σε τρώει, σε τιμωρεί. Αυτή μας δίνει και τη μουσική. Εγώ στέκομαι απέναντι απ' τον Ψηλορείτη με τις ώρες. Κι έχω βγάλει αυτό που λέει: «Στου Ψηλορείτη την κορφή/ το χιόνι δεν τελειώνει/ μέχρι να λιώσει το παλιό/ καινούριο το πλακώνει». Τον κοίταζα κι αυτός μου' λεγε τη μουσική.
Από πού τον κοίταζες;
Ήμουν απέναντι, στο Ιδαίο Άντρο, κοντά στο χωριό μου.
Και καθόσουν με τη λύρα σου κι έπαιζες;
Μα μπορείς τώρα να βλέπεις τον Ψηλορείτη και να παίξεις ένα σκυλάδικο; Αυτός μαλώνει! Αυτός θέλει ριζίτικα, θέλει τραγωδία, θέλει...
...πάθος!
Πάθος! Νάτο το κοπέλι!
Στον ύπνο σου, στ' όνειρό σου, ακούς ποτέ μουσική;
Ναι, αμέ. Μου' χει έρθει στ' όνειρό μου μελωδία και σηκώθηκα και την έφτιαξα. Και είναι και ωραίο κομμάτι, ο «Αιθέρας»...
Σε τρομάζει ποτέ η μουσική;
Βέβαια και με τρομάζει. Υπάρχουν φορές που ξυπνάω ιδρωμένος. Η μουσική είναι θεριό που δεν παλεύεται.
Πες μας δυο-τρία τραγούδια άλλων που σ' αρέσουν.
Του Νίκου του αδελφού μου μ' αρέσουν πολλά: η «Ανυφαντού», η «Αυγούστα», το «Παλικάρι στα Σφακιά»...
Αυτό ο Ξαρχάκος δεν το' χει γράψει;
Ναι. Ο Ξαρχάκος είναι ωραίος. Έχει δύναμη, φλόγα -το πράμα φαίνεται. Και του Χατζιδάκι μ' αρέσουνε πολλά, όλα σχεδόν.
Ο Θεοδωράκης; Σε άκουσα πριν τη συναυλία σου προχθές, όταν ανακοινώνανε ότι έχει άλλη μια αυναυλία για τα 80 του χρόνια, εσύ να λες «Σωθήκαμε!»,
Άσε με, μη με ανακατώνεις μ' αυτόν!
Στην τηλεόραση σ' έχουν καλέσει ποτέ ;
Με αποφεύγουνε. Ούτε κι εγώ θέλω να πηγαίνω. Πέρσι που έπαιξα στο «Αν» κλαμπ στα Εξάρχεια, μου λένε «Θες να πας στην τηλεόραση να διαφημιστεί το πρόγραμμα;». Λέω «Όχι, ας πούνε μόνο ότι παίζω εδώ».
Γιατί δεν πας;
Γιατί λένε σ' όλους μπράβο κι έχουν ξεφτιλίσει το μπράβο. Έρχεται ο ένας τον εγεμίζουνε μπράβο, έρχεται ο άλλος τον εγεμίζουνε μπράβο, γελούνε ψεύτικα, κουνιούνται ψεύτικα. Τι να πάω να κάνω;
Αυτοί γιατί λες ότι σ' αποφεύγουνε;
Γιατί είναι τα κυκλώματά τους τέτοια, δεν τα ξέρετε τώρα; Επήγα σ' ένα μαγαζί να παίξω και μου λένε «θα στείλει η ΕΡΤ συνεργείο». «Σιγά μη στείλει!» τους λέω. Και την παραμονή που ήταν να' ρθουν, λένε ότι δεν έρχονται. Δεν έχουν λέει συνεργείο! Και μ' έπιασε ταράχισμα και παίρνω εγώ τηλέφωνο τον υπεύθυνο στην ΕΡΤ και λέω: «Δεν είναι δική σας η τηλεόραση! Εμείς δηλαδή τι είμαστε; Για μας δεν έχετε συνεργείο και για τους ξενέρωτους έχετε;».
(Παρεμβαίνει ο Βασίλης, ο ταβερνιάρης, που τόση ώρα παρακολουθούσε σιωπηλός την κουβέντα, αλλά τώρα δεν κρατιέται. «Ακούστε, παιδιά! Ο Ψαραντώνης τσαντίζεται γιατί είναι 50 χρόνια στο επάγγελμα, έχει προσφέρει τόσα στον τόπο και το κράτος δεν κάνει τίποτα γι' αυτόν. Στο εξωτερικό πάει μόνος του. Τον καλούν απευθείας τα μεγαλύτερα ξένα φεστιβάλ. Η Ελλάδα δεν τον προτείνει ποτέ -μόνο τον Νταλάρα και τους άλλους ξέρουν να στέλνουν. Ακόμα και στην Κρήτη, δεν έχει γίνει ποτέ συναυλία του Ψαραντώνη πληρωμένη από τον Δήμο, με δωρεάν είσοδο για τον κόσμο. Στον Μαρκόπουλο δίνουν κάθε χρόνο τέσσερις συναυλίες στην Πλατεία Ελευθερίας. Όλες τσάμπα! Οι Αλβανοί μόνο να έρθουν, έχει γεμίσει η Πλατεία Ελευθερίας! Και παίρνει τα εκατομμύρια ο Μαρκόπουλος για να 'ρχεται να παίζει κάθε χρόνο τον «Ορφέα»... Είναι ίση μεταχείριση αυτή;»)
Ψαραντώνη, στο Ηρώδειο θα ήθελες να παίξεις;
Κάνω κάθε χρόνο αίτηση και δε μου το δίνουν.
Σοβαρά μιλάς;
Ναι, εδώ και 10 χρόνια. Ξέρουν ότι θα το γιομίσω, αλλά δεν μου το δίνουν.
Και τι δικαιολογία σου λένε;
Λένε «δεν μπορούμε φέτος, ελάτε του χρόνου». Ξέρεις όμως τι μαγειρεύουν κάποιοι φίλοι μου; Να κολλήσουν λέει αφίσες σ' όλη την Αθήνα και να λένε ότι την τάδε ημερομηνία θα παίξει ο Ψαραντώνης στο Ηρώδειο. Να μαζευτεί πολύς κόσμος κι εμείς να παίξουμε, όχι μέσα, αλλά έξω απ' το Ηρώδειο. Τέτοια πλάκα να τους κάνουμε! (γέλια)
Έχεις ακούσει τ' ανέκδοτα που λένε στην Κρήτη για σένα; (σ.σ. κυκλοφορούν πολλά ανέκδοτα που παρουσιάζουν τον Ψαραντώνη σαν έναν ήρωα λίγο ιδιόρρυθμο, με τη δική του λογική)
Ναι, μου τα λένε κι εμένα. Μου 'παν ένα τελευταίο με το κράνος. Ότι καβαλίκεψα ένα μηχανάκι -μηχανάκι εγώ δεν ξέρω- και είχα λέει το κράνος εδώ, σον αγκώνα, και μου λέει στο φανάρι ο τροχονόμος: «Το κράνος, Αντώνη, το φορούν στην κεφαλή, όχι στο χέρι». Και του λέω εγώ: «Ίντα λες μωρέ; Ξέρεις πόσες φορές έχω πέσει κι έχω σπάσει τον αγκώνα μου;» (γέλια)
Υπάρχει κάποιος ή κάτι για το οποίο θα έδινες τη ζωή σου;
Για την πατρίδα. Χαλάλι!
Θα 'παιζες ποτέ μ' έναν Τούρκο στη σκηνή;
Φυσικά. Κι έχω παίξει! Και με Τούρκο και με Ινδό και με μαύρους και με κίτρινους.
Στο Θεό πιστεύεις;
Πιστεύω, αλλά στο είπα: εγώ Θεό λέω τη Φύση. Αυτή έχει τη δύναμη, αυτή δίνει τον παλμό στα πράγματα. Όλα έχουν τον παλμό τους. Η καρδιά, ο αέρας, το κύμα, το χορτάρι... Ακόμα και η πέτρα έχει τον παλμό της: την ακινησία, τη σιωπή. Και καμιά φορά βγαίνει ζωή πάνω στην πέτρα. Δεν βλέπεις στους γκρεμούς, στο βράχο πάνω, που βγαίνουν δέντρα μικρά-μικρά; Κι ο έρωτας πού βγαίνει; Στους γκρεμούς δε βγαίνει;
Ο έρωτας;!
Ο έρωτας, το φυτό, το δίκταμο. Έτσι το λέμε εμείς στ' Ανώγεια.
Έχει σχέση με την αγάπη;
Ε, βέβαια. Η ιστορία λέει ότι ο έρωτας εφύτρωσε όταν έσταξε πάνω στο βράχο το δάκρυ του Δία για την Πασιφάη.
Δύσκολος έρωτας;
Δύσκολος. Όλοι οι έρωτες δύσκολοι είναι.
Εσύ πόσες φορές έχεις ερωτευτεί στη ζωή σου;
Εγώ ερωτεύομαι κάθε λεπτό. Κι ένα ωραίο λουλούδι να δω, κι ένα ωραίο λαγουδάκι, μπορεί να το ερωτευθώ!
Μια ωραία γυναίκα;
Άστο αυτό! (γέλια)
Στα δύσκολα από πού παίρνεις δύναμη;
Απ' τη μουσική.
Τι φοβάσαι;
Τίποτα.
Το θάνατο;
Όχι, αφού είναι υποχρεωτικός. Κι όταν έρθει, καλώς να ορίσει.
Την υγεία σου την προσέχεις;
Όχι. Καπνίζω, ξενυχτώ, δεν προσέχω.
Κι είσαι και 100 χρονών!
Κι είμαι και 100 χρονών!
Προσεύχεσαι;
Καμιά φορά, άμα χρειαστεί. Ανθρώπινο είναι. Και στην εκκλησιά να πας, ανθρώπινο είναι.
Εσύ πας;
Όχι, δεν πάω. Καμιά φορά, όμως, άμα περνάω από μπροστά και κάνει ο άλλος το σταυρό του, θα τον εκάμω κι εγώ -μη με πει και «γάιδαρο»! (γέλια)
Τους παπάδες τους εμπιστεύεσαι;
Εγώ τους κακίζω που λένε ότι προ Χριστού δεν υπήρχε τίποτα. «Δεν εσούντωνε φύλλο;» τους λέω. Και τότε η Κνωσός, ο Δίας, ο Ορφέας τι ήτανε;... Άκου παιδί μου, να αγαπούμε τον Χριστό γιατί ήταν καλός, αλλά υπήρξανε πολλοί Χριστοί και πιο ανώτεροι απ' αυτόν.
Όπως;
Όπως ο Δίας, ο Ορφέας, ο Όμηρος, ο Κορνάρος, ο Καζαντζάκης... Θεάνθρωποι ήταν όλοι αυτοί, με μεγάλη φλόγα μέσα τους. Ξέρανε να μιλήσουν με τη Φύση. Τους παραδέχομαι, τους αγαπώ αλλά δεν είναι μόνο ένας.
Κλαις ποτέ;
Κλαίω όταν είμαι μοναχός.
Για τι μπορεί να κλάψεις;
Για οτιδήποτε με λυπεί και με συγκινεί... Κάποτε ένας γέροντας -άφοβος άνθρωπος που' χε πάει στον πόλεμο- λίγο πριν πεθάνει μου 'πε μια μαντινάδα: «Με τους μικρούς ήμουν μικρός, με τσ' άντρες αντρειωμένος / με τους παραπονιάρηδες πιο παραπονεμένος». Τη φύλαγε τη μαντινάδα να μας την πει στα τελευταία του. Κι έκλαψε και συγκίνησε κι εμένα. «Μην κλαις» του λέω «θείε». «Άντρας που δεν κλάψει», μου λέει, «δεν μπαίνει στη φωτιά». Και μετά τον ρωτώ «Εφοβήθηκες ποτέ στον πόλεμο;». Μου λέει: «Πολλές φορές φοβήθηκα, αλλά έλεγα “όποιος πεθάνει με πολλούς, θάνατο δε φοβάται”. Κι έμπαινα μπρος και σκοτώνονταν οι φοβιτσιάρηδες»... Καλά δεν τα 'πε;
Πολύ καλά!
Που λένε ότι οι άντρες δεν κλαίνε! Ποιος δεν κλαίει;
Αυτοί ήταν οι δάσκαλοί σου;
Αυτοί ήταν οι δάσκαλοί μου και αυτούς θυμούμαι και είμαι τυχερός που πρόλαβα τέτοιες φυσιογνωμίες στη ζωή μου.
Τον Χατζιδάκι τον είχες γνωρίσει;
Ναι, τότε που έκανε τις εκδηλώσεις στ' Ανώγεια. Μ' αγαπούσε πολύ. Όταν έπαιξα πρώτη φορά στους αγώνες κρητικής λύρας -μην τα γράψεις αυτά, θα λένε ότι κοκορεύομαι- είπε στους άλλους στην επιτροπή: «Εμείς τι κάνουμε εδώ; Αυτός πάει χιλιάδες χρόνια μπροστά και χιλιάδες χρόνια πίσω». Και σηκώθηκε όρθιος και χειροκρόταγε.
Φαντάζομαι ότι αυτά τα λόγια είναι απ' τα καλύτερα που 'χεις ακούσει.
Ναι, γιατί τα λέει ένας αληθινός καλλιτέχνης. Είναι το φυσικό αυτό. Σμίγουν οι καλλιτέχνες, συνεννοούνται. Είναι σαν τα ψηλά βουνά: βλέπουν το ένα το άλλο κι αγαπιούνται... Εγώ κάθε χρόνο πάω στις Μοίρες ν' ακούσω τον Κλάδο τον Λεωνίδη που παίζει λύρα. Να δω πώς πιάνει το όργανο, πώς κάνει εισαγωγές, πώς το ψειρίζει...
Νοσταλγείς παλιές εποχές της ζωής σου;
Ε, βέβαια. Νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια όταν μάθαινα κι έπαιζα μουσική, πώς άκουγα τον Νίκο που έπαιζε τόσο ωραία και τραγουδούσε τόσο ωραία. Ήταν το σπίτι μας δίπλα στην εκκλησιά, ένα στενάκι δύο μέτρα μας χώριζε, και ακούγαμε συνέχεια τους ψάλτες. Και θυμούμαι τον Νίκο που ανέβαινε στο κρεβάτι, έβαζε μια κουβέρτα γύρω του κι αρχίναγε να ψέλνει. Κι έψελνα κι εγώ!
Σκέφτεσαι συχνά τον Νίκο;
Κάθε μέρα. Δε γεννήθηκε άλλος άνθρωπος πλήρης σαν κι αυτόν. Όμορφος, λεβέντης, άνθρωπος αληθινός…
Καλύτερος μουσικός από σένα;
Ουου πολύ!
Είσαι ευχαριστημένος απ' το πώς πήγε η ζωή σου ως τώρα;
Είναι τόσο ταλαιπωρημένη, αλλά είμαι ευχαριστημένος. Πολύ, πολύ ευχαριστημένος! Η ζωή είναι μια μάχη. Απ' όταν γεννηθεί ο άνθρωπος μάχεται να βρει βυζί να φάει, μάχεται να σηκωθεί, να περπατήσει. Μέχρι να 'ρθει μια αυγή να φτάσει στην άλλη πόρτα και να φύγει.
Αν δεν ήσουν μουσικός, τι θα ήθελες να ήσουν;
Θα 'θελα να 'χα αίγες και πρόβατα και να καθόμουν στα όρη πάνω.
Παίζεις ποτέ μουσική στα ζώα;
Ναι αμέ! Στα πρόβατα, στα πουλιά, σ' όλα τα ζώα. Κι άμα παίζεις όμορφα, σιγά, αρέσεις και δεν φεύγουνε. Έχω βρει ένα δέντρο στο Ιδαίο Άντρο που' χει μια μεγάλη κουφάλα. Το βράδυ εκεί μαζεύονται πουλιά. Πολλά πουλιά! Μόλις μπω στην κουφάλα αυτά τρομάζουν και φεύγουν. Αρχινάω να παίζω τη λύρα και τα πουλιά έρχονται πάλι. Κάθονται στα κλαδιά, ακούνε, γυρίζουν πότε-πότε τα κεφαλάκια τους, αλλά δε σε βλέπουν. Και σε μια στιγμή αρχινούνε να κελαηδάνε κι αυτά. Και μπορεί να γαβγίσει ο σκύλος, να φωνάξουν τα πρόβατα, οι αίγες... Και κάνουμε όλοι μαζί μουσική.
Κάνω κάθε χρόνο αίτηση και δε μου το δίνουν.
Σοβαρά μιλάς;
Ναι, εδώ και 10 χρόνια. Ξέρουν ότι θα το γιομίσω, αλλά δεν μου το δίνουν.
Και τι δικαιολογία σου λένε;
Λένε «δεν μπορούμε φέτος, ελάτε του χρόνου». Ξέρεις όμως τι μαγειρεύουν κάποιοι φίλοι μου; Να κολλήσουν λέει αφίσες σ' όλη την Αθήνα και να λένε ότι την τάδε ημερομηνία θα παίξει ο Ψαραντώνης στο Ηρώδειο. Να μαζευτεί πολύς κόσμος κι εμείς να παίξουμε, όχι μέσα, αλλά έξω απ' το Ηρώδειο. Τέτοια πλάκα να τους κάνουμε! (γέλια)
Έχεις ακούσει τ' ανέκδοτα που λένε στην Κρήτη για σένα; (σ.σ. κυκλοφορούν πολλά ανέκδοτα που παρουσιάζουν τον Ψαραντώνη σαν έναν ήρωα λίγο ιδιόρρυθμο, με τη δική του λογική)
Ναι, μου τα λένε κι εμένα. Μου 'παν ένα τελευταίο με το κράνος. Ότι καβαλίκεψα ένα μηχανάκι -μηχανάκι εγώ δεν ξέρω- και είχα λέει το κράνος εδώ, σον αγκώνα, και μου λέει στο φανάρι ο τροχονόμος: «Το κράνος, Αντώνη, το φορούν στην κεφαλή, όχι στο χέρι». Και του λέω εγώ: «Ίντα λες μωρέ; Ξέρεις πόσες φορές έχω πέσει κι έχω σπάσει τον αγκώνα μου;» (γέλια)
Υπάρχει κάποιος ή κάτι για το οποίο θα έδινες τη ζωή σου;
Για την πατρίδα. Χαλάλι!
Θα 'παιζες ποτέ μ' έναν Τούρκο στη σκηνή;
Φυσικά. Κι έχω παίξει! Και με Τούρκο και με Ινδό και με μαύρους και με κίτρινους.
Στο Θεό πιστεύεις;
Πιστεύω, αλλά στο είπα: εγώ Θεό λέω τη Φύση. Αυτή έχει τη δύναμη, αυτή δίνει τον παλμό στα πράγματα. Όλα έχουν τον παλμό τους. Η καρδιά, ο αέρας, το κύμα, το χορτάρι... Ακόμα και η πέτρα έχει τον παλμό της: την ακινησία, τη σιωπή. Και καμιά φορά βγαίνει ζωή πάνω στην πέτρα. Δεν βλέπεις στους γκρεμούς, στο βράχο πάνω, που βγαίνουν δέντρα μικρά-μικρά; Κι ο έρωτας πού βγαίνει; Στους γκρεμούς δε βγαίνει;
Ο έρωτας;!
Ο έρωτας, το φυτό, το δίκταμο. Έτσι το λέμε εμείς στ' Ανώγεια.
Έχει σχέση με την αγάπη;
Ε, βέβαια. Η ιστορία λέει ότι ο έρωτας εφύτρωσε όταν έσταξε πάνω στο βράχο το δάκρυ του Δία για την Πασιφάη.
Δύσκολος έρωτας;
Δύσκολος. Όλοι οι έρωτες δύσκολοι είναι.
Εσύ πόσες φορές έχεις ερωτευτεί στη ζωή σου;
Εγώ ερωτεύομαι κάθε λεπτό. Κι ένα ωραίο λουλούδι να δω, κι ένα ωραίο λαγουδάκι, μπορεί να το ερωτευθώ!
Μια ωραία γυναίκα;
Άστο αυτό! (γέλια)
Στα δύσκολα από πού παίρνεις δύναμη;
Απ' τη μουσική.
Τι φοβάσαι;
Τίποτα.
Το θάνατο;
Όχι, αφού είναι υποχρεωτικός. Κι όταν έρθει, καλώς να ορίσει.
Την υγεία σου την προσέχεις;
Όχι. Καπνίζω, ξενυχτώ, δεν προσέχω.
Κι είσαι και 100 χρονών!
Κι είμαι και 100 χρονών!
Προσεύχεσαι;
Καμιά φορά, άμα χρειαστεί. Ανθρώπινο είναι. Και στην εκκλησιά να πας, ανθρώπινο είναι.
Εσύ πας;
Όχι, δεν πάω. Καμιά φορά, όμως, άμα περνάω από μπροστά και κάνει ο άλλος το σταυρό του, θα τον εκάμω κι εγώ -μη με πει και «γάιδαρο»! (γέλια)
Τους παπάδες τους εμπιστεύεσαι;
Εγώ τους κακίζω που λένε ότι προ Χριστού δεν υπήρχε τίποτα. «Δεν εσούντωνε φύλλο;» τους λέω. Και τότε η Κνωσός, ο Δίας, ο Ορφέας τι ήτανε;... Άκου παιδί μου, να αγαπούμε τον Χριστό γιατί ήταν καλός, αλλά υπήρξανε πολλοί Χριστοί και πιο ανώτεροι απ' αυτόν.
Όπως;
Όπως ο Δίας, ο Ορφέας, ο Όμηρος, ο Κορνάρος, ο Καζαντζάκης... Θεάνθρωποι ήταν όλοι αυτοί, με μεγάλη φλόγα μέσα τους. Ξέρανε να μιλήσουν με τη Φύση. Τους παραδέχομαι, τους αγαπώ αλλά δεν είναι μόνο ένας.
Κλαις ποτέ;
Κλαίω όταν είμαι μοναχός.
Για τι μπορεί να κλάψεις;
Για οτιδήποτε με λυπεί και με συγκινεί... Κάποτε ένας γέροντας -άφοβος άνθρωπος που' χε πάει στον πόλεμο- λίγο πριν πεθάνει μου 'πε μια μαντινάδα: «Με τους μικρούς ήμουν μικρός, με τσ' άντρες αντρειωμένος / με τους παραπονιάρηδες πιο παραπονεμένος». Τη φύλαγε τη μαντινάδα να μας την πει στα τελευταία του. Κι έκλαψε και συγκίνησε κι εμένα. «Μην κλαις» του λέω «θείε». «Άντρας που δεν κλάψει», μου λέει, «δεν μπαίνει στη φωτιά». Και μετά τον ρωτώ «Εφοβήθηκες ποτέ στον πόλεμο;». Μου λέει: «Πολλές φορές φοβήθηκα, αλλά έλεγα “όποιος πεθάνει με πολλούς, θάνατο δε φοβάται”. Κι έμπαινα μπρος και σκοτώνονταν οι φοβιτσιάρηδες»... Καλά δεν τα 'πε;
Πολύ καλά!
Που λένε ότι οι άντρες δεν κλαίνε! Ποιος δεν κλαίει;
Αυτοί ήταν οι δάσκαλοί σου;
Αυτοί ήταν οι δάσκαλοί μου και αυτούς θυμούμαι και είμαι τυχερός που πρόλαβα τέτοιες φυσιογνωμίες στη ζωή μου.
Τον Χατζιδάκι τον είχες γνωρίσει;
Ναι, τότε που έκανε τις εκδηλώσεις στ' Ανώγεια. Μ' αγαπούσε πολύ. Όταν έπαιξα πρώτη φορά στους αγώνες κρητικής λύρας -μην τα γράψεις αυτά, θα λένε ότι κοκορεύομαι- είπε στους άλλους στην επιτροπή: «Εμείς τι κάνουμε εδώ; Αυτός πάει χιλιάδες χρόνια μπροστά και χιλιάδες χρόνια πίσω». Και σηκώθηκε όρθιος και χειροκρόταγε.
Φαντάζομαι ότι αυτά τα λόγια είναι απ' τα καλύτερα που 'χεις ακούσει.
Ναι, γιατί τα λέει ένας αληθινός καλλιτέχνης. Είναι το φυσικό αυτό. Σμίγουν οι καλλιτέχνες, συνεννοούνται. Είναι σαν τα ψηλά βουνά: βλέπουν το ένα το άλλο κι αγαπιούνται... Εγώ κάθε χρόνο πάω στις Μοίρες ν' ακούσω τον Κλάδο τον Λεωνίδη που παίζει λύρα. Να δω πώς πιάνει το όργανο, πώς κάνει εισαγωγές, πώς το ψειρίζει...
Νοσταλγείς παλιές εποχές της ζωής σου;
Ε, βέβαια. Νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια όταν μάθαινα κι έπαιζα μουσική, πώς άκουγα τον Νίκο που έπαιζε τόσο ωραία και τραγουδούσε τόσο ωραία. Ήταν το σπίτι μας δίπλα στην εκκλησιά, ένα στενάκι δύο μέτρα μας χώριζε, και ακούγαμε συνέχεια τους ψάλτες. Και θυμούμαι τον Νίκο που ανέβαινε στο κρεβάτι, έβαζε μια κουβέρτα γύρω του κι αρχίναγε να ψέλνει. Κι έψελνα κι εγώ!
Σκέφτεσαι συχνά τον Νίκο;
Κάθε μέρα. Δε γεννήθηκε άλλος άνθρωπος πλήρης σαν κι αυτόν. Όμορφος, λεβέντης, άνθρωπος αληθινός…
Καλύτερος μουσικός από σένα;
Ουου πολύ!
Είσαι ευχαριστημένος απ' το πώς πήγε η ζωή σου ως τώρα;
Είναι τόσο ταλαιπωρημένη, αλλά είμαι ευχαριστημένος. Πολύ, πολύ ευχαριστημένος! Η ζωή είναι μια μάχη. Απ' όταν γεννηθεί ο άνθρωπος μάχεται να βρει βυζί να φάει, μάχεται να σηκωθεί, να περπατήσει. Μέχρι να 'ρθει μια αυγή να φτάσει στην άλλη πόρτα και να φύγει.
Αν δεν ήσουν μουσικός, τι θα ήθελες να ήσουν;
Θα 'θελα να 'χα αίγες και πρόβατα και να καθόμουν στα όρη πάνω.
Παίζεις ποτέ μουσική στα ζώα;
Ναι αμέ! Στα πρόβατα, στα πουλιά, σ' όλα τα ζώα. Κι άμα παίζεις όμορφα, σιγά, αρέσεις και δεν φεύγουνε. Έχω βρει ένα δέντρο στο Ιδαίο Άντρο που' χει μια μεγάλη κουφάλα. Το βράδυ εκεί μαζεύονται πουλιά. Πολλά πουλιά! Μόλις μπω στην κουφάλα αυτά τρομάζουν και φεύγουν. Αρχινάω να παίζω τη λύρα και τα πουλιά έρχονται πάλι. Κάθονται στα κλαδιά, ακούνε, γυρίζουν πότε-πότε τα κεφαλάκια τους, αλλά δε σε βλέπουν. Και σε μια στιγμή αρχινούνε να κελαηδάνε κι αυτά. Και μπορεί να γαβγίσει ο σκύλος, να φωνάξουν τα πρόβατα, οι αίγες... Και κάνουμε όλοι μαζί μουσική.
Ψαραντώνης (Αντώνης Ξυλούρης) γεννήθηκε στα Ανώγεια της Κρήτης. Είναι ο μικρότερος αδερφός του Νίκου Ξυλούρη.
• Αυτοδίδακτος στη λύρα, έπαιξε για πρώτη φορά σε γάμο στα 13 του και πολύ γρήγορα απέκτησε φήμη παίζοντας σε γιορτές και πανηγύρια στην Κρήτη.
• Το 1964 μπαίνει στη δισκογραφία ηχογραφώντας μικρούς δίσκους.
• Από το 1982 τον προσκαλούν τακτικά σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ «Η συνάντηση των πέντε ηπείρων» που έγινε στην Ελβετία τον Ιούνιο του 1999, κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές.
• Τον Μάρτιο του 2005 τον προσκάλεσε το «World Music Institute» στη Νέα Υόρκη, παρουσιάζοντάς τον ως τον «Τζίμι Χέντριξ της κρητικής λύρας».
• Τα cd του πουλιούνται σε όλες τις χώρες του κόσμου. Πρόσφατα ζήτησαν 500 αντίτυπα από την Ινδονησία!
• Έχει 5 παιδιά, μεταξύ των οποίων τον (Ψαρο)Γιώργη, τον (Ψαρο)Λάμπη και την (Ψαρο)Νίκη που είναι μουσικοί και παίζουν συχνά με τον πατέρα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου