Με αφορμή τις πρόσφατες ανασκαφές στον τύμβο Καστά, στην Αμφίπολη του Νομού Σερρών και την πανελλήνια αγωνία για το περιεχόμενό του, σας παρουσιάζουμε το ταφικό έθιμο του Πόντου.
Στον Πόντο, όταν πέθαινε κάποιος, δεν πενθούσαν μόνο αυτοί που έχασαν τον άνθρωπό τους, αλλά ακόμη και οι πιο μακρινοί συγγενείς, όλοι οι γείτονες και όλο το χωριό. Πρόσωπα της γειτονιάς και συνήθως γυναίκες, έψηναν τα κόλλυβα, ετοίμαζαν το «σινίν με τα κοκκία», έκαναν κολοθόπα (ψωμάκια), αλλού λαβάσα (λαγάνες), που τα μοίραζαν, μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, στην εκκλησία. Μετά τον ενταφιασμό πήγαινε ο κόσμος, μαζί με τον εφημέριο, στο σπίτι των πενθούντων. Έπειτα από το συνηθισμένο τρισάγιο, που έψελνε ο παπάς, έστρωναν τραπέζι και σερβίρανε συνήθως πιλάφι, τσορβάν, χασίλ', για να «φένε και να σ' χωρέσουν».
Συνήθως η διανομή κολοθιών και το στρώσιμο τραπεζιών γινόταν στο ετήσιο μνημόσυνο και τότε έλεγαν «εποίκαμε ψαλμόν». Μετά το θάνατο κάποιου, προπαντός ηλικιωμένου, γινόταν «Σαρανταλείτουργο». Σαράντα μέρες ο παπάς λειτουργούσε για τη συγχώρεση του πεθαμένου και την ανάπαυση της ψυχής του. Τα πρόσφορα, κάθε μέρα, στην εκκλησία τα πήγαιναν αυτοί που έκαναν το Σαρανταλείτουργο. Και επειδή τότε οι ιερείς δεν αμοίβονταν από το Κράτος, οι πενθούντες έδιναν στο λειτουργό για τις σαράντα λειτουργίες ένα ποσό, συνήθως χρυσές λίρες.
Την τελευταία μέρα του Σαρανταλείτουργου έπρεπε να γίνουν κόλλυβα και την παραμονή καλούσαν τον κόσμο με κόλλυβα και κερί. Αυτό γινόταν σε κάθε μνημόσυνο. Στα Σαράντα, στα Εξάμηνα, στο Ετήσιο (σο χρονακόν). Σε πολλά μέρη, μετά τη λήξη του Σαρανταλείτουργου και το σχετικό μνημόσυνο, έστρωναν τραπέζι στους επισκέπτες, αφού διάβαζε ο παπάς στο σπίτι τα κόλλυβα. Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, δεν έλειπε ούτε το ρακί, ούτε το κρέας. Έπιναν, έτρωγαν και σ'χωρούσαν.
Ιδιαίτερες ήταν οι τιμές και οι περιποιήσεις στο νεκρό, για να φύγει ευχαριστημένος και συγχωρεμένος και να είναι ευπρόσδεκτος στον άλλο κόσμο. Ο νεκρός έπρεπε να ταξιδέψει για την άλλη ζωή με κλειστά μάτια και σταυρωμένα χέρια, με άσπρο και καθαρό σάβανο και λουσμένος, ντυμένος με καινούρια ρούχα και παπούτσια και με κομμένα νύχια, με μια εικόνα στα σταυρωμένα του χέρια (το δεξί πάνω στο αριστερό), για να προσκυνούν οι συλλυπούμενοι, με την ευχή «Θεός σχωρέσ' τον». Στο μακρινό ταξίδι έπρεπε να τον προπέμπουν καντήλι αναμμένο, κοντά στο κεφάλι του, τοποθετημένο μέσα σε αλεύρι ή σιτάρι (σύμβολο της αναστάσεως) και θυμιατό, που να καίει διαρκώς. Απαραίτητο ήταν το διάβασμα, στο προσκεφάλι του νεκρού, όλων των Ψαλμών, εναλλάξ από διάφορα πρόσωπα.
Το νεκρό τον ξημέρωναν συγγενείς και φίλοι, προπαντώς ηλικιωμένες γυναίκες. Τη νύχτα σκέπαζαν το νεκρό μ' ένα σεντόνι. Η επιθυμία του νεκρού να μοιράζουν στα παιδιά αγνόψυχα, «πηκτόν» (ψυκτικόν) και κέρματα, τα οποία αποταμίευε πριν πεθάνει, τίποτε άλλο δε φανερώνει παρά την πεποίθησή του στην αθανασία της ψυχής, στη μέλλουσα κρίση και στην ανάγκη να είναι όλα έτοιμα και καθώς πρέπει για το μεταθανάτιο ταξίδι. Πολλοί μάλιστα, και πολλές, φύλαγαν ένα ποσό από χρήματα ή λίρες για τα έξοδα της κηδείας τους και για σαρανταλείτουργο. «Ατά είν'τα σκωσάτκα μ'», έλεγαν οι μειζοτέρ' (οι ηλικιωμένοι).
Όταν πέθαινε κάποιος έλεγαν: «Τ' ατσάλ' ν ατ' ετελέθεν» (το λάδι του απόσωσε). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, στον κάτω κόσμο, για κάθε άνθρωπο που γεννιέται, ανάβει ένα καντήλι γεμάτο λάδι. Όταν εξαντληθεί το λάδι, έρχεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του παίρνει την ψυχή.
«Ανάσκαμμαν» (βλ. Λεξικό της Ποντιακής) λεγόταν η βρισιά, η βλαστήμια εναντίον του νεκρού. Ανάσκαμμαν εγέντν ο κύρς ατ' (ο νεκρός πατέρας του έγινε αντικείμενο ύβρης και βλαστήμιας). Η βλαστήμια αυτή ήταν πολύ βαριά. Όποιος έβριζε τους νεκρούς θεωρούνταν απάνθρωπος, απολίτιστος, αντίχριστος. Η κοινή γνώμη τον καταδίκαζε σκληρά.
Συνήθως οι χωριανοί έφτιαχναν το φέρετρο και το σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο, από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στα νεκροταφεία, το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί. Το νεκροκρέβατο που είχε η εκκλησία κάθε ενορίας και το χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά και την ταφή των νεκρών το έλεγαν κανόνιν. Το αποτελούσαν δύο κοντάρια που συνδέονταν μεταξύ τους με εγκάρσιες σανίδες.
Στον Πόντο συνηθιζόταν να φωτογραφίζουν τους νεκρούς πριν τους κηδέψουν μέσα στο φέρετρο. Τα νεκροταφεία στα χωριά του Πόντου ήταν συνήθως σε τόπους απλόχωρους. Αν δεν υπήρχε έλλειψη γης, τότε δεν έκαναν ανακομιδή των οστών. Στα περιμαντρωμένα νεκροταφεία των πόλεων, μετά τον τρίτο χρόνο, έβγαζαν τα κόκκαλα των νεκρών και φύλαγαν χωριστά τις κάρες, ενώ τα υπόλοιπα τα έριχναν στο χωνευτήρι. Σ' αυτά, κάθε οικογένεια είχε το δικό της χώρο, εκεί θάβονταν τα μέλη της. Μόνο αν τύχαινε να πεθάνει μέλος της οικογένειας, ενώ δεν είχαν περάσει τρία χρόνια από την ταφή άλλου μέλους της και ο χώρος ήταν κατειλημμένος, το έθαβαν σε μια άλλη μεριά του νεκροταφείου. Άλλοτε, τα οστά του προηγούμενου θανόντος απλώς τα μάζευαν και τ' απίθωναν σε μια γωνιά του τάφου κι έθαβαν έπειτα το νέο νεκρό.
Οι τάφοι ήταν απλοί, δίχως ιδιαίτερες διακοσμήσεις και μνημεία. Στη δυτική πλευρά τους είχαν έναν ειδικό μικρό περιφραγμένο χώρο (το κοιμητέρ'), όπου άναβαν τα κεριά. Οι καντήλες στους τάφους αλλού συνηθίζονταν και αλλού έλειπαν εντελώς. Στις πόλεις, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 19 ου αιώνα, όπου κάθε κοινότητα είχε τα δικά της νεκροταφεία, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Εκεί, έχτιζαν τους τάφους. Στα νεκροταφεία των πόλεων υπήρχαν συνήθως και εκκλησίες, που ορισμένες φορές λειτουργούσαν και ως ενοριακοί ναοί.
Σύμφωνα με τις λαϊκές προλήψεις, δεν έπρεπε να περνάνε μικρά παιδιά α σα ταφία (απ' τα νεκροταφεία). Αυτό το απέφευγαν όμως και οι ενήλικες. Αν έβλεπαν μια γυναίκα να βγαίνει νύχτα από τα νεκροταφεία, έλεγαν συχνά ότι είναι μάγισσα.
Μετά την κηδεία, κατά το απόβραδο και ως αργά το βράδυ ή και την επόμενη ημέρα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού ή και από γειτονικούς οικισμούς, πήγαιναν παρέες παρέες, ανά δυο και τρεις, αντρόγυνα, φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς, στο σπίτι του νεκρού για να δώσουν τα συλλυπητήρια στους οικείους του, να παίρνε το χατίρ' . Η εκδήλωση συμπόνοιας προς την οικογένεια που είχε πένθος λεγόταν πονεμένα . Όλοι έρχονταν με φαγητά μέσα στο σινί, για να καθίσουν και να φάνε μαζί με τους τεθλιμμένους, να μη μείνουν εκείνοι νηστικοί. Έτρωγαν μαζί και φεύγοντας έλεγαν τους παρηγορητικούς λόγους: «ο Θεός να σχωρά ΄τον» (ο Θεός να τον συγχωρέσει), «λαφρόν η νύχτα τ'» (ελαφριά η νύχτα του) κτλ. Κάποιοι στενοί συγγενείς ή φίλοι διανυκτέρευαν εκεί, αν το έκριναν απαραίτητο. Κι αν κάποιος δεν μπορούσε να έρθει τη βραδιά του πένθους, ερχόταν την άλλη μέρα, ακόμη και έπειτα από ένα ή και δύο χρόνια. Έλεγαν επίσης: «θάνατος έν', αέτσ' έν' (θάνατος είναι αυτός, έτσι γίνεται). Το χαριτόπαρμαν εξακολουθεί να γίνεται και τώρα σε ποντιακά χωριά.
Το μετά την κηδεία γεύμα λεγόταν θανέσα, περίδειπνο ή μακαρία. Ήταν γεύμα λιτό, φασολάδα ή σούπα με κορκότο. Συνοδευόταν πάντα από ελιές, φρέσκα κρεμμύδια, σκόρδα κτλ. Το γεύμα αυτό θεωρούνταν προσφορά του νεκρού προς εκείνους που τον τίμησαν στην κηδεία του.
Η ψυχική ανάγκη να βρίσκονται οι ζωντανοί σε διαρκή επαφή με τους νεκρούς καθιέρωσε το έθιμο των μνημοσύνων. Εκτός από τα καθιερωμένα μνημόσυνα (τρίτα, εννιάμερα, σαράντα, εξάμηνα, χρονακόν) έκαναν και το λεγόμενον «ψαλμόν». Μνημόσυνο ετήσιο και επίσημο, στο οποίο καλούνταν να πάρουν μέρος και να προσευχηθούν (να ψάλλουν το νεκρό) τα γειτονικά χωριά, κληρικοί, μοναχοί, ηγούμενοι, δημογέροντες, ο δεσπότης και ο απλός κόσμος. Στις κηδείες και τα μνημόσυνα γίνονταν και ομιλίες και τραπέζι «σον ψαλμόν». Πολλοί διέθεταν διάφορα ποσά για σχολεία, για τους φτωχούς και για τις εκκλησίες, στη μνήμη του νεκρού.
Η ψυχική επαφή με τους νεκρούς γινόταν σε τακτές μέρες. Τα ψυχοσάββατα, την παραμονή ή ανήμερα της Κυριακής του Θωμά, τα Σάββατα, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος και την παραμονή των Θεοφανείων. Την παραμονή των μνημοσύνων, μαζεύονταν στο σπίτι των πενθούντων γυναίκες και συζητούσαν γύρω από την προσωπικότητα του μακαρίτη. Το στόλισμα των κολλύβων (το στόλισμαν τη σινί') ήταν δουλειά λίγων ειδικών στο χωριό.
Ποντιακή Κηδεία
Όταν πέθαινε κάποιος χωριανός στα χωριά του Πόντου – ή ένας γείτονας στις μεγαλύτερες πόλεις –, χτυπούσε η καμπάνα και όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους. Μετά όλο το χωριό – ή στις πόλεις η γειτονιά – ελάμβανε μέρος σε διάφορα έθιμα και τυπικά, στα οποία αναδεικνυόταν το γεγονός της κοινότητας. Σε αυτά τα έθιμα ανήκαν το ξημέρωμα μαζί με τον μεταστάντα, η νεκρώσιμη ακολουθία στην εκκλησία, τα μοιρολόγια, η μακαρία και το λεγόμενο χαριτόπαρμαν, τέλος το «Σαρανταλείτουργο» και τα άλλα μνημόσυνα.Στον Πόντο, όταν πέθαινε κάποιος, δεν πενθούσαν μόνο αυτοί που έχασαν τον άνθρωπό τους, αλλά ακόμη και οι πιο μακρινοί συγγενείς, όλοι οι γείτονες και όλο το χωριό. Πρόσωπα της γειτονιάς και συνήθως γυναίκες, έψηναν τα κόλλυβα, ετοίμαζαν το «σινίν με τα κοκκία», έκαναν κολοθόπα (ψωμάκια), αλλού λαβάσα (λαγάνες), που τα μοίραζαν, μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, στην εκκλησία. Μετά τον ενταφιασμό πήγαινε ο κόσμος, μαζί με τον εφημέριο, στο σπίτι των πενθούντων. Έπειτα από το συνηθισμένο τρισάγιο, που έψελνε ο παπάς, έστρωναν τραπέζι και σερβίρανε συνήθως πιλάφι, τσορβάν, χασίλ', για να «φένε και να σ' χωρέσουν».
Συνήθως η διανομή κολοθιών και το στρώσιμο τραπεζιών γινόταν στο ετήσιο μνημόσυνο και τότε έλεγαν «εποίκαμε ψαλμόν». Μετά το θάνατο κάποιου, προπαντός ηλικιωμένου, γινόταν «Σαρανταλείτουργο». Σαράντα μέρες ο παπάς λειτουργούσε για τη συγχώρεση του πεθαμένου και την ανάπαυση της ψυχής του. Τα πρόσφορα, κάθε μέρα, στην εκκλησία τα πήγαιναν αυτοί που έκαναν το Σαρανταλείτουργο. Και επειδή τότε οι ιερείς δεν αμοίβονταν από το Κράτος, οι πενθούντες έδιναν στο λειτουργό για τις σαράντα λειτουργίες ένα ποσό, συνήθως χρυσές λίρες.
Την τελευταία μέρα του Σαρανταλείτουργου έπρεπε να γίνουν κόλλυβα και την παραμονή καλούσαν τον κόσμο με κόλλυβα και κερί. Αυτό γινόταν σε κάθε μνημόσυνο. Στα Σαράντα, στα Εξάμηνα, στο Ετήσιο (σο χρονακόν). Σε πολλά μέρη, μετά τη λήξη του Σαρανταλείτουργου και το σχετικό μνημόσυνο, έστρωναν τραπέζι στους επισκέπτες, αφού διάβαζε ο παπάς στο σπίτι τα κόλλυβα. Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, δεν έλειπε ούτε το ρακί, ούτε το κρέας. Έπιναν, έτρωγαν και σ'χωρούσαν.
Ιδιαίτερες ήταν οι τιμές και οι περιποιήσεις στο νεκρό, για να φύγει ευχαριστημένος και συγχωρεμένος και να είναι ευπρόσδεκτος στον άλλο κόσμο. Ο νεκρός έπρεπε να ταξιδέψει για την άλλη ζωή με κλειστά μάτια και σταυρωμένα χέρια, με άσπρο και καθαρό σάβανο και λουσμένος, ντυμένος με καινούρια ρούχα και παπούτσια και με κομμένα νύχια, με μια εικόνα στα σταυρωμένα του χέρια (το δεξί πάνω στο αριστερό), για να προσκυνούν οι συλλυπούμενοι, με την ευχή «Θεός σχωρέσ' τον». Στο μακρινό ταξίδι έπρεπε να τον προπέμπουν καντήλι αναμμένο, κοντά στο κεφάλι του, τοποθετημένο μέσα σε αλεύρι ή σιτάρι (σύμβολο της αναστάσεως) και θυμιατό, που να καίει διαρκώς. Απαραίτητο ήταν το διάβασμα, στο προσκεφάλι του νεκρού, όλων των Ψαλμών, εναλλάξ από διάφορα πρόσωπα.
Το νεκρό τον ξημέρωναν συγγενείς και φίλοι, προπαντώς ηλικιωμένες γυναίκες. Τη νύχτα σκέπαζαν το νεκρό μ' ένα σεντόνι. Η επιθυμία του νεκρού να μοιράζουν στα παιδιά αγνόψυχα, «πηκτόν» (ψυκτικόν) και κέρματα, τα οποία αποταμίευε πριν πεθάνει, τίποτε άλλο δε φανερώνει παρά την πεποίθησή του στην αθανασία της ψυχής, στη μέλλουσα κρίση και στην ανάγκη να είναι όλα έτοιμα και καθώς πρέπει για το μεταθανάτιο ταξίδι. Πολλοί μάλιστα, και πολλές, φύλαγαν ένα ποσό από χρήματα ή λίρες για τα έξοδα της κηδείας τους και για σαρανταλείτουργο. «Ατά είν'τα σκωσάτκα μ'», έλεγαν οι μειζοτέρ' (οι ηλικιωμένοι).
Όταν πέθαινε κάποιος έλεγαν: «Τ' ατσάλ' ν ατ' ετελέθεν» (το λάδι του απόσωσε). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, στον κάτω κόσμο, για κάθε άνθρωπο που γεννιέται, ανάβει ένα καντήλι γεμάτο λάδι. Όταν εξαντληθεί το λάδι, έρχεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του παίρνει την ψυχή.
«Ανάσκαμμαν» (βλ. Λεξικό της Ποντιακής) λεγόταν η βρισιά, η βλαστήμια εναντίον του νεκρού. Ανάσκαμμαν εγέντν ο κύρς ατ' (ο νεκρός πατέρας του έγινε αντικείμενο ύβρης και βλαστήμιας). Η βλαστήμια αυτή ήταν πολύ βαριά. Όποιος έβριζε τους νεκρούς θεωρούνταν απάνθρωπος, απολίτιστος, αντίχριστος. Η κοινή γνώμη τον καταδίκαζε σκληρά.
Συνήθως οι χωριανοί έφτιαχναν το φέρετρο και το σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο, από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στα νεκροταφεία, το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί. Το νεκροκρέβατο που είχε η εκκλησία κάθε ενορίας και το χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά και την ταφή των νεκρών το έλεγαν κανόνιν. Το αποτελούσαν δύο κοντάρια που συνδέονταν μεταξύ τους με εγκάρσιες σανίδες.
Στον Πόντο συνηθιζόταν να φωτογραφίζουν τους νεκρούς πριν τους κηδέψουν μέσα στο φέρετρο. Τα νεκροταφεία στα χωριά του Πόντου ήταν συνήθως σε τόπους απλόχωρους. Αν δεν υπήρχε έλλειψη γης, τότε δεν έκαναν ανακομιδή των οστών. Στα περιμαντρωμένα νεκροταφεία των πόλεων, μετά τον τρίτο χρόνο, έβγαζαν τα κόκκαλα των νεκρών και φύλαγαν χωριστά τις κάρες, ενώ τα υπόλοιπα τα έριχναν στο χωνευτήρι. Σ' αυτά, κάθε οικογένεια είχε το δικό της χώρο, εκεί θάβονταν τα μέλη της. Μόνο αν τύχαινε να πεθάνει μέλος της οικογένειας, ενώ δεν είχαν περάσει τρία χρόνια από την ταφή άλλου μέλους της και ο χώρος ήταν κατειλημμένος, το έθαβαν σε μια άλλη μεριά του νεκροταφείου. Άλλοτε, τα οστά του προηγούμενου θανόντος απλώς τα μάζευαν και τ' απίθωναν σε μια γωνιά του τάφου κι έθαβαν έπειτα το νέο νεκρό.
Οι τάφοι ήταν απλοί, δίχως ιδιαίτερες διακοσμήσεις και μνημεία. Στη δυτική πλευρά τους είχαν έναν ειδικό μικρό περιφραγμένο χώρο (το κοιμητέρ'), όπου άναβαν τα κεριά. Οι καντήλες στους τάφους αλλού συνηθίζονταν και αλλού έλειπαν εντελώς. Στις πόλεις, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 19 ου αιώνα, όπου κάθε κοινότητα είχε τα δικά της νεκροταφεία, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Εκεί, έχτιζαν τους τάφους. Στα νεκροταφεία των πόλεων υπήρχαν συνήθως και εκκλησίες, που ορισμένες φορές λειτουργούσαν και ως ενοριακοί ναοί.
Σύμφωνα με τις λαϊκές προλήψεις, δεν έπρεπε να περνάνε μικρά παιδιά α σα ταφία (απ' τα νεκροταφεία). Αυτό το απέφευγαν όμως και οι ενήλικες. Αν έβλεπαν μια γυναίκα να βγαίνει νύχτα από τα νεκροταφεία, έλεγαν συχνά ότι είναι μάγισσα.
Μετά την κηδεία, κατά το απόβραδο και ως αργά το βράδυ ή και την επόμενη ημέρα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού ή και από γειτονικούς οικισμούς, πήγαιναν παρέες παρέες, ανά δυο και τρεις, αντρόγυνα, φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς, στο σπίτι του νεκρού για να δώσουν τα συλλυπητήρια στους οικείους του, να παίρνε το χατίρ' . Η εκδήλωση συμπόνοιας προς την οικογένεια που είχε πένθος λεγόταν πονεμένα . Όλοι έρχονταν με φαγητά μέσα στο σινί, για να καθίσουν και να φάνε μαζί με τους τεθλιμμένους, να μη μείνουν εκείνοι νηστικοί. Έτρωγαν μαζί και φεύγοντας έλεγαν τους παρηγορητικούς λόγους: «ο Θεός να σχωρά ΄τον» (ο Θεός να τον συγχωρέσει), «λαφρόν η νύχτα τ'» (ελαφριά η νύχτα του) κτλ. Κάποιοι στενοί συγγενείς ή φίλοι διανυκτέρευαν εκεί, αν το έκριναν απαραίτητο. Κι αν κάποιος δεν μπορούσε να έρθει τη βραδιά του πένθους, ερχόταν την άλλη μέρα, ακόμη και έπειτα από ένα ή και δύο χρόνια. Έλεγαν επίσης: «θάνατος έν', αέτσ' έν' (θάνατος είναι αυτός, έτσι γίνεται). Το χαριτόπαρμαν εξακολουθεί να γίνεται και τώρα σε ποντιακά χωριά.
Το μετά την κηδεία γεύμα λεγόταν θανέσα, περίδειπνο ή μακαρία. Ήταν γεύμα λιτό, φασολάδα ή σούπα με κορκότο. Συνοδευόταν πάντα από ελιές, φρέσκα κρεμμύδια, σκόρδα κτλ. Το γεύμα αυτό θεωρούνταν προσφορά του νεκρού προς εκείνους που τον τίμησαν στην κηδεία του.
Μνημόσυνα
Η ψυχική ανάγκη να βρίσκονται οι ζωντανοί σε διαρκή επαφή με τους νεκρούς καθιέρωσε το έθιμο των μνημοσύνων. Εκτός από τα καθιερωμένα μνημόσυνα (τρίτα, εννιάμερα, σαράντα, εξάμηνα, χρονακόν) έκαναν και το λεγόμενον «ψαλμόν». Μνημόσυνο ετήσιο και επίσημο, στο οποίο καλούνταν να πάρουν μέρος και να προσευχηθούν (να ψάλλουν το νεκρό) τα γειτονικά χωριά, κληρικοί, μοναχοί, ηγούμενοι, δημογέροντες, ο δεσπότης και ο απλός κόσμος. Στις κηδείες και τα μνημόσυνα γίνονταν και ομιλίες και τραπέζι «σον ψαλμόν». Πολλοί διέθεταν διάφορα ποσά για σχολεία, για τους φτωχούς και για τις εκκλησίες, στη μνήμη του νεκρού.
Η ψυχική επαφή με τους νεκρούς γινόταν σε τακτές μέρες. Τα ψυχοσάββατα, την παραμονή ή ανήμερα της Κυριακής του Θωμά, τα Σάββατα, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος και την παραμονή των Θεοφανείων. Την παραμονή των μνημοσύνων, μαζεύονταν στο σπίτι των πενθούντων γυναίκες και συζητούσαν γύρω από την προσωπικότητα του μακαρίτη. Το στόλισμα των κολλύβων (το στόλισμαν τη σινί') ήταν δουλειά λίγων ειδικών στο χωριό.
Μοιρολόγια
Τα μοιρολόγια δεν εξεδήλωναν μόνο τον πόνο των βαρυπενθούντων, αλλά και την πεποίθηση στην ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής. Γι' αυτό έστελναν «χαιρετίας», με το νεκρό σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα που είχαν πεθάνει. Συχνά οι μοιρολογήτριες ενδιαφέρονταν για τη μεταθανάτια τύχη του μεταστάντος. Ένα μοιρολόγι της Τριπόλεως:
- – Ντο είδες και ν'εζέλεψες;
- ντο είδες κι επλανέθες;
- – Γιαμ' είδες ουρανόν ση γην,
- γιαμ' είδες φως σον άδην;
- Γιαμ' είδες το ξημέρωμαν
- ση φυλακής την πόρταν;
- – Και μούδε ουρανόν σην γην
- και μούδε φως σον άδην
- και μούδε το ξημέρωμαν
- ση φυλακής την πόρταν.
- Αδά η νύχτα νύχτα έν
- κι ημέρα πάλου νύχτα.
- Αδά λαχτόριν ΄κι λαλεί,
- ποτές ΄κι ξημερώνει.
- Αδά η φρούχνα πιθαμήν
- και το νερόν χερέαν,
- η φρούχνα σύρει το νερόν
- και το νερόν τη φρούχναν,
- και ΄σεπεται το σάβανο μ',
- και κόφκεται το ράμμα μ',
- και ρούζουν τα ματόφρυδα,
- τα φύλλα του προσώπου,
- και ρούζουν τα κουλάκια μου
- απάν' σ' ωμοπλατίτζα μ'.
- Αντώντς, όνταν επέθανεν,
- εκράτνεν δύο μήλα,
- κλαίγ' ν ατόν τ' άστρα τ' ουρανού
- και τη δεντρού τα φύλλα.
- Τ' Αντών' η Κάλη κι η αδελφή
- ση στράταν ελυγούσαν
- θ' εφτάν' ατόν παράταξιν
- σο τσόλ' Ελεούσαν.
- Μανίτσα μ', μανίτσα μ', μανίτσα μ',
- μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ',
- μικράν ορφανάν εφέκες μας, μανίτσα μ',
- εμνοστέσα μανίτσα μ' όόόόόι.
- Μάναν νέα εσύ έσνε,
- και μικρά είμεσε
- μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ',
- τον πατέρα μ' κι ελογαρίασες,
- μανίτσα μ' όόόόόι.
- Εσύ σον Άδην ΄κι έπρεπες,
- σον Άδην ντ' έργον είχες.
- Σον Άδην πρέπνε γέροντοι
- και ταλαιπωρημένοι...
- Σον ουρανόν χρωστώ την ψή μ',
- σον Άδην το κορμόπο μ',
- Σ' εσέν, τρυγόνα μ', ντο χρωστώ
- και τυρανιείς το ψόπο μ'.
Η χήρα
Οι Πόντιοι θαύμαζαν τη γυναίκα που χήρευε, ιδιαίτερα όταν έπρεπε ν' αναστήσει πολλά παιδιά. Στα δημώδη άσματα, τα παιδιά της χήρας συνήθως είναι καλύτερα από τ' άλλα.
- Είνας κόρη εγάπανεν
- σεράντα παλικάρα.
- Τους σέραντας εμένησεν,
- «έναν βράδον ελάτε».
- Σην πόρταν ατς κιαν έστεκεν
- έναν δέντρον και μέγα.
- -Ήντσαν σύρει κι αχπάν' ατό,
- εγώ εκείνον παίρω.
- Οι σέραντοι επίασαν
- και ΄κι εμετασαλεύτεν
- Ένας υιός, χόρας υιός,
- χόρας και κουρσεμέντσας,
- από κορφής επίασεν
- κι από ρίζας αχπάεν.
- -Οπίσ', οπίσ', νε σέραντοι,
- οπίσ', οπίσ', αμήτε,
- χόρας υιόν εγάπεσα,
- χόρας υιόν θα παίρω.
- Την χέραν πάντα θήκ'ν ατέν
- σο δεισακόν τον τόπον…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου