Pages

29 Ιαν 2015

Η εκπαίδευση στον Πόντο

Πριν από το διάταγμα ανεξιθρησκείας, το «Χάττι Χουμαγιούν» (1856), η παιδεία στον Πόντο παρέχεται μόνο από την Εκκλησία και ιδιαίτερα από τα Μοναστήρια Παναγίας Σουμελά, Γ.Περιστερεώτα, Αγ. Ιωάννη Βαζαλώνα, Παναγίας Γουμερά, Αγ. Γεωργίου Χουτουρά, Αγ. Γεωργίου Χαλιναρά, Αγ. Γεωργίου Χάρσερας κλπ. Η παρεχόμενη παιδεία, σ’ αυτό το διάστημα, περιοριζόταν στην ανάγνωση και στη γραφή.

Μετά το «Χάττι Χουμαγιούν», κυρίως μετά το 1880, η παιδεία αρχίζει να παρέχεται σε ειδικά διδακτήρια, στα σχολεία, από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, τους δασκάλους. Η παρεχόμενη παιδεία παίρνει πιο ευρύτερο περιεχόμενο. Έτσι, στα 1890 υπήρχαν στον Πόντο γύρω στα 500 σχολεία, με πάνω από 20.000 μαθητές και πάνω από 500 δασκάλους.

Στον 20 αι. η παιδεία γνωρίζει αλματώδη ανάπτυξη στον Πόντο, όπου λειτουργούν σχολεία ακόμη και στα μικρότερα χωριά. στις αρχές ακόμη του αιώνα λειτουργούν περίπου 1.050 σχολαρχεία, αστικές σχολές και δημοτικά σχολεία, δύο γυμνάσια (Τραπεζούντας και Αμισού) και εφτά ημιγυμνάσια (Αργυρούπολης, Κερασούντας, Σουρμένων, Κοτυώρων, Σινώπης, Πάφρας, Ακ Νταγ Μαντέν). Οι μαθητές ανέρχονται σε 70.000 και οι δάσκαλοι σε 1.230.

ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ:

Οι Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι του Πόντου, της Μ. Ασίας, της Κων/πολης και της Ελλάδας πρόσφεραν αξιόλογο έργο και κατέχουν αξιοζήλευτη θέση στην ιστορία της παιδείας του υπόδουλου Γένος: Μεριμνούσαν για την ανέγερση διδακτηρίων, την οικονομική ενίσχυση των σχολείων, το διορισμό δασκάλων, τον εξοπλισμό των σχολικών βιβλιοθηκών. Ιδιαίτερα φρόντιζαν να στέλνουν Νηπιαγωγούς σε περιοχές, όπου οι Έλληνες μιλούσαν μόνο τα τουρκικά (Καππαδοκία, μερικές περιοχές του Πόντου, Καραμανία).

Αξιόλογη ήταν η προσφορά του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Τραπεζούντας «Ξενοφών» (1871) της «Μέριμνας» Τραπεζούντας, όπως και του Μικρασιατικού Συλλόγου «Ανατολή». Σε ολόκληρο τον Πόντο υπήρχαν 37 τέτοιοι Σύλλογοι που πρόσφεραν τεράστιο εκπαιδευτικό και μορφωτικό έργο.

Τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση μόνα στηρίγματα της ελληνικής παιδείας ήταν τα μεγάλα μοναστήρια Σουμελά, Περιστερεώτα, Βαζελών, καθώς και κάποια σχολεία στην Τραπεζούντα. Κατά τα μέσα του 17. αι. εμφανίζεται η προγραμματισμένη παιδεία με την ίδρυση οργανωμένων σχολείων, όπως το Φροντιστήριο Τραπεζούντος, η Ελληνική Σχολή Αργυρουπόλεως, το σχολείο της μονής Χουτουρά, το σχολείο της Σινώπης και άλλα.

Η αλματώδης ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας έγινε μετά το 1856, όταν εκδόθηκε το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν, που ανάμεσα σε άλλα επέτρεπε την ελεύθερη και αυτόνομη διοίκηση των σχολείων. Σε λίγα χρόνια ο Πόντος γέμισε, κυριολεκτικά, με ελληνικά σχολεία όλων των βαθμίδων. Στα αστικά κέντρα λειτουργούσαν νηπιαγωγεία, δημοτικά, αστικές σχολές, ημιγυμνάσια, γυμνάσια και σε πολλές περιοχές κατώτερης και μέσης βαθμίδας παρθεναγωγεία. Η αγάπη και ο σεβασμός που έδειχναν οι Πόντιοι στα γράμματα και η προτεραιότητα που έδιναν στις σπουδές των παιδιών τους φαίνεται από το γεγονός ότι κάθε ελληνική κοινότητα που αριθμούσε πάνω από 10 οικογένειες διατηρούσε ελληνικό σχολείο. Το 1914 στον Πόντο λειτουργούσαν 1047 δημοτικά και σχολαρχεία, 7 ημιγυμνάσια και 3 γυμνάσια και δίδασκαν συνολικά 1247 εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων. Σε σύνολο περίπου 700.000 Ελληνοποντίων φοιτούσαν 75.000 μαθητές, αναλογία εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής. Τα έξοδα λειτουργίας των σχολείων καλύπτονταν από τα μέλη των αντίστοιχων ελληνικών κοινοτήτων.

 
(Απολυτήριο Γυμνασίου του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, 1916.)

Το Φροντιστήριο Τραπεζούντος

Ιδρύθηκε το 1682 από τον Τραπεζούντιο λόγιο Σεβαστό Κυμινήτη, σχολάρχη της Πατριαρχικής Σχολής της Πόλης και μετέπειτα σχολάρχη της Αυθεντικής Ακαδημίας Βουκουρεστίου. Η ιστορία του είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων στον Πόντο. Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του έγινε ο πνευματικός φάρος του Ποντιακού Ελληνισμού, τροφοδότης γενεών δασκάλων, που στελέχωναν τα ελληνικά σχολεία του Πόντου, της Νότιας Ρωσίας και της Ρουμανίας, με ακτινοβολία σε όλο το Βαλκανικό χώρο και ιδιαίτερα στο Βουκουρέστι και τη Βλαχία. Από τα θρανία του αναδείχτηκαν σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες, σπουδαίοι εκκλησιαστικοί άνδρες, καθηγητές και σχολάρχες, ιστορικοί, μελετητές, συγγραφείς και διαπρεπείς έμποροι.

Το Φροντιστήριο λειτούργησε επί διακόσια πενήντα έτη, με ελάχιστες και ασήμαντες διακοπές. Στον σχολάρχη Σάββα Τριανταφυλλίδη οφείλεται η αναδιοργάνωσή του το 1817. Έκτοτε διεύθυναν το Φροντιστήριο σπουδαίοι καθηγητές, όπως οι Π. Τριανταφυλλίδης, Κ. Ξανθόπουλος, Κ. Παπαδόπουλος-Κυριακίδης, Μ. Παρανίκας, Ν. Λιθοξόος και άλλοι. Το νεότερο περικαλλές κτίριο του Φροντιστηρίου, που σώζεται μέχρι σήμερα, κτίστηκε το 1902, ήταν τετραώροφο και επιθαλάσσιο με 42 αίθουσες, οι οποίες φωτίζονταν κατάλληλα, είχαν πλήρη αερισμό και θερμαίνονταν με κεντρική θέρμανση. Για την κατασκευή του δαπανήθηκαν 12.000 λίρες Τουρκίας που συγκεντρώθηκαν από εισφορές των κατοίκων. Περιλάμβανε προκαταρκτική τάξη, κεντρικό δημοτικό σχολείο, σχολαρχείο, γυμνάσιο, τμήμα εμπορικής σχολής και τμήμα διδασκαλείου.

Το Φροντιστήριο δεν ήταν μόνο ένα σπουδαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά λειτουργούσε και ως σύμβολο και εθνική εστία που διατηρούσε άσβεστα τα εθνικά ιδεώδη και τις ελληνικές παραδόσεις.

Το Φροντιστήριο Κερασούντας

Το διδακτήριο του ημιγυμνασίου Κερασούντας, «άξιο θέας και φήμης», είχε 24 αίθουσες σε 4 ορόφους. Σ’ αυτό στεγαζόταν το Δημοτικό Σχολείο με 6 τάξεις και το Σχολαρχείο με 3 τάξεις. Η επελθούσα το 1918 καταστροφή διέλυσε κάθε όνειρο για ολοκλήρωσή του σε τέλειο Γυμνάσιο. Οι δαπάνες ανεγέρσεως ανήλθαν σε 20.000 χρυσές λίρες Τουρκ., που συνελέγησαν από τις εισφορές των κατοίκων. Το διδακτικό προσωπικό του ημιγυμνασίου ανερχόταν σε 25 και το αποτελούσαν απόφοιτοι της φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής Χάλκης.

Το Τσινέκειο Γυμνάσιο Αμισού

Το «Τσινέκειο Γυμνάσιο» ήταν από το 1910 τέλειο ελληνικό γυμνάσιο αναγνωρισμένο από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Στο ίδιο κτίριο στεγαζόταν και το παρθεναγωγείο.

Φωτογραφία κατά την κατασκευή του κτιρίου, το 1910.


 Το νηπιαγωγείο της Αμισού

Στεγαζόταν απέναντι από το Τσινέκειο Γυμνάσιο, στο προαύλιο του ναού της Αγίας Τριάδος. Εκεί βρισκόταν επίσης το Ελληνικό σχολείο και το Δημοτικό της Αμισού.

To Φροντιστήριο Τραπεζούντας και η διείσδυση του ελλαδικού κράτους στον Πόντο κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.


Γενικά

Οι διαθέσιμες πηγές και η υπάρχουσα βιβλιογραφία έχουν πλήθος αναφορών στις σχέσεις ελλαδικού κράτους και Πόντου κατά τις αρχές του 20υ αιώνα.

Στις σχέσεις αυτές σημαίνουσα θέση έχει, εκτός των άλλων και η έλευση ενός αριθμού Ποντίων μαθητών αποφοίτων σχολείων της πατρίδας τους στην Αθήνα για να σπουδάσουν στο εκεί Πανεπιστήμιο ως υπότροφοι φιλεκπαιδευτικών συλλόγων της Τραπεζούντας και στη συνέχεια να επιστρέψουν εκεί για να στελεχώσουν τα εκεί σχολεία και κυρίως το Φροντιστήριο.

Στους εκπαιδευτικούς κύκλους της Τραπεζούντας, είναι γενικά αποδεκτό ότι η αισθητή έλλειψη αξιόλογων διδασκαλισσών για τα σχολεία, μπορεί να αντιμετωπιστεί με την αποστολή ως υποτρόφων δύο ή τριών “ηθικών και σεμνών” κοριτσιών αποφοίτων του Παρθεναγωγείου Τραπεζούντας – το οποίο υπάγεται όπως και όλα τα υπόλοιπα σχολεία της πόλης στο Φροντιστήριο – στο Αρσάκειο της Αθήνας, ώστε αφού αποφοιτήσουν από εκεί “να επανέλθωσι διδασκάλισσαι διαρκείς και μόνιμοι” υπό την εφορεία των σχολείων της πόλης. Η αποστολή γενικά κοριτσιών στο Αρσάκειο θεωρείται μια πολύ καλή επένδυση για το εκπαιδευτικό σύστημα της πόλης, δεδομένου ότι έτσι θα υπάρξουν καλύτερες και με οικονομικότερους όρους, για την ελληνική κοινότητα, διδασκάλισσες

Η έλευση Ποντίων μαθητών στην Αθήνα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο με στόχο, μετά τις σπουδές τους, να στελεχώσουν τα εκπαιδευτήρια της ιδιαίτερης πατρίδας τους, παρατηρείται από τα μέσα ακόμη του 19 αιώνα και αποδεικνύεται και από τα μητρώα του Πανεπιστημίου. Πρώτος Πόντιος φοιτητής ( Φιλολογίας) του Πανεπιστημίου Αθηνών φέρεται ο Τραπεζούντιος Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος, ο οποίος ως γνωστόν επιστρέφει το 1844 στην πατρίδα του και αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Φροντιστηρίου, μεταφέροντας εκεί την ιδεολογία του νεοσύστατου Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και κατ’ επέκταση του ελλαδικού κράτους. Δεύτερος στη σειρά είναι ο (επίσης Τραπεζούντιος ) Γεώργιος Συμβουλίδης (στη Νομική σχολή), ο οποίος μετά τις σπουδές του επιστρέφει στην πατρίδα του και στη συνέχεια συνεχίζει τις σπουδές του στη Γαλλία. Δωρίζει δε τη βιβλιοθήκη του στο Φροντιστήριο και μεσολαβεί στον ομογενή Βερναρδάκη που είναι επιχειρηματίας στην Αγία Πετρούπολη, να ανεγείρει δύο σχολεία στην περιοχή Τραπεζούντας, μεταξύ των οποίων το ένα στο προάστιο της Τραπεζούντας Πολίτα και το άλλο στο Καπήκιοιϊ, όπου φοιτούν οι πρώην Κρυπτοχριστιανοί οι οποίοι επανακτούν με τις μεταρρυθμίσεις την πρότερή τους ταυτότητα6. Επόμενος είναι ο Θεόδωρος Κυριακίδης, ο οποίος παρακολουθεί μαθήματα μόνο για ένα έτος και στη συνέχεια επιστρέφει στην Τραπεζούντα, όπου διδάσκει στο Φροντιστήριο με διευθυντή τον Περικλή Τριανταφυλλίδη και λίγο αργότερα με τον Κωνσταντίνο Ξανθόπουλο. Ακολουθεί ο Νικόλαος Κοντόπουλος, ο Νικόλαος Γεμουρίτης, και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εκπαίδευσης του Πόντου κατά τα μέσα του 19 αιώνα. Πρόκειται για το μαθητή του Κωνσταντίνου Ξανθόπουλου, Γεώργιο Παπαδόπουλο (Κυριακίδη). Μετά την αποφοίτησή του επιστρέφει μεταφέροντας την ιδεολογία του Πανεπιστημίου τόσο στην ιδιαίτερή του πατρίδα Αργυρούπολη, όπου αναλαμβάνει τη διεύθυνση του εκεί Φροντιστηρίου από το 1855 μέχρι το 1862, όσο και στην Τραπεζούντα, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του Φροντιστηρίου της για τα επόμενα 10 χρόνια, μέχρι το 1872. Επόμενος ο Γεώργιος Κοζάνης από την Κερασούντα, ο Ιωάννης Κανδύλης από την Τραπεζούντα, ο Ιωακείμ Ονουφρίου από την Αργυρούπολη, ο Ηλίας Χαραλάμπους από την Τραπεζούντα και ο Γεώργιος Κλητηρόπουλος από τη Νικόπολη. Ο κύκλος αυτής της εποχής των μέσων του 19ου αιώνα κλείνει με μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Πρόκειται για το Γεώργιο Ευθυβούλη από την Τραπεζούντα, ο οποίος αποφοιτά από το Φροντιστήριο κατά το σχολικό έτος 1865-6618, ενώ μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών προσλαμβάνεται ως εκπαιδευτικός στο Φροντιστήριο, με Διευθυντή το Γεώργιο Παπαδόπουλο (Κυριακίδη), όπου διδάσκει από το 1869-70 μέχρι το 1872-73, ενώ ορίζεται ως Διευθυντής του σχολείου κατά το έτος 1878-7919. Το ενδιαφέρον συνίσταται στο γεγονός ότι εν λόγω είναι ο πρώτος που γίνεται δεκτός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, ενώ μέχρι τότε οι Πόντιοι μαθητές που ήταν κατά κανόνα απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, παρακολουθούσαν για ένα διάστημα μερικών μηνών μαθήματα σε κάποιο από τα σχολεία των Αθηνών και κατόπιν περνούσαν από μια εξεταστική επιτροπή, η οποία πιστοποιούσε το ικανό για την εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο επίπεδο κατάρτισης, όπως φαίνεται από τα σχετικά αποσπάσματα του Μητρώου του Πανεπιστημίου. Φαίνεται δηλαδή ότι με την ανάληψη της Διεύθυνσης του Φροντιστηρίου από τον ήδη απόφοιτο του Πανεπιστημίου Γεώργιο Παπαδόπουλο (Κυριακίδη), το Πανεπιστήμιο θεωρεί ότι το ήδη σημαντικότερο αυτό σχολείο του Πόντου έχει φτάσει πλέον στο επιθυμητό επίπεδο παροχής εκπαίδευσης και συνεπώς μπορούν να γίνουν δεκτοί στο Πανεπιστήμιο απευθείας οι απόφοιτοί του. Την εποχή αυτή, που το επίπεδο της εκπαίδευσης στον Πόντο και κυρίως στο Φροντιστήριο είναι χαμηλό, η αποστολή μαθητών αποφοίτων του Φροντιστηρίου με την ευθύνη της ελληνικής κοινότητας και τη στήριξη των ποντιακών συλλόγων της Αθήνας, βοηθά αποφασιστικά στην παραγωγή αξιόλογων στελεχών για τα σχολεία του Πόντου και κυρίως για το Φροντιστήριο. Η Τραπεζούντα δε μαζί με την Κερασούντα, είναι δύο από τις 17 συνολικά πόλεις του εξωελλαδικού ελληνισμού που στηρίζουν οικονομικά τη λειτουργία του Πανεπιστημίου της Αθήνας, στέλνοντας κατά το 1864 το ποσό των 1.420 δραχμών. Το γεγονός αυτό δείχνει τη μεγάλη σημασία που αποδίδει η ελληνική κοινότητα του Πόντου στο ρόλο που παίζει το Πανεπιστήμιο στα εκπαιδευτικά πράγματα της περιοχής και κυρίως στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης, αμέσως μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, όπως ήδη ελέχθη, συνιστούν την απαρχή μιας συνεχούς οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης για τους Έλληνες όχι μόνο του Πόντου, αλλά όλης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συνεχής αυτή ανάπτυξη, ιδιαίτερα σ΄ότι αφορά τη εκπαίδευση, δημιουργεί συνεχώς νέες ανάγκες και για το λόγο αυτό ο αριθμός των μαθητών που στέλνονται στην Αθήνα μεγαλώνει συνεχώς, παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των μαθητών. Μέχρι δε την έναρξη του 1ου παγκοσμίου πολέμου, η διείσδυση του ελλαδικού κράτους στον Πόντο και κυρίως στην Τραπεζούντα μέσω του Πανεπιστημίου και των Ποντίων φοιτητών, συνεχώς εντείνεται. Έτσι κατά τις αρχές του 20ου αιώνα στο Φροντιστήριο διδάσκουν στο μεν επίπεδο του Δημοτικού σχολείου κυρίως “διδασκαλιστές” δηλ. απόφοιτοι παιδαγωγικών ακαδημιών της Ελλάδας ( ο τρόπος και οι διαδικασίες αποστολής τους στον Πόντο θα παρουσιαστεί αμέσως παρακάτω), ενώ στο επίπεδο του Γυμνασίου διδάσκουν κυρίως απόφοιτοι του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αλλά και το ίδιο το Πανεπιστήμιο γνωρίζοντας το ρόλο που επιτελεί στα πλαίσια του κράτους, δεν λησμονεί, κατά τον εορτασμό μιας σημαντικής του επετείου, των 75 χρόνων του, λίγο πριν τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, να καλέσει μεταξύ των άλλων παραγόντων των Ελλήνων του εξωτερικού και το Διευθυντή του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας

Δεν πρέπει να λησμονείται και η ελλαδική διείσδυση μέσω της αποστολής σημαντικού σε αξία παιδαγωγικού και επιστημονικού υλικού για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Πόντου, όπως πχ από την Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών προς τον “Ξενοφώντα”, από τη “βιβλιοθήκη Μαρασλή”, το “Σύλλογο προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων”, κλπ.

Η διείσδυση του ελλαδικού κράτους στον Πόντο αλλά και στις άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας αντικατοπτρίζεται στον έλεγχο που ασκεί στα εκπαιδευτικά τους πράγματα όχι μόνο με την κατάρτιση στο Πανεπιστήμιο εκπαιδευτικών και άλλων επιστημόνων που στη συνέχεια σταδιοδρομούν στο οθωμανικό κράτος αλλά και μέσω της ισοτιμίας των τίτλων των ελληνικών σχολείων της αυτοκρατορίας προς τα σχολεία του ελλαδικού κράτους.

Η αναγνώριση δε της ισοτιμίας του Φροντιστηρίου με τα αντίστοιχα ελλαδικά σχολεία, πραγματοποιείται στις αρχές του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα το Φροντιστήριο αναγνωρίζεται ως ισότιμο με τα ελληνικά κρατικά γυμνάσια με το Β.Δ. Α130 της 1-5-1912. Τέλος δεν είναι δυνατόν να παραγνωριστεί και ο ρόλος που παίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Παρά το γεγονός ότι οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τη ραγδαία αναπτυσσόμενη στις αρχές του 20ου αιώνα Τραπεζούντα είναι τελευταίες σε αξία μεταξύ όλων των χωρών και τα περιθώρια για μεγαλύτερη ανάπτυξή τους είναι πολύ μεγάλα, όμως μια σειρά μικρές ή μεγάλες ελληνικές εταιρείες δραστηριοποιούνται ήδη στον Πόντο και κυρίως στην Τραπεζούντα. Σημαντικότερη όλων είναι η “Πανελλήνιος Ατμοπλοϊκή εταιρεία”, η οποία πρακτορεύεται από τον Πόντιο Ιωσήφ Ιωαννίδη και σ’ αυτήν οφείλεται και αυτός ο μικρός έστω όγκος των εισαγωγών ελληνικών προϊόντων στον Πόντο, ενώ έχει πρακτορεία και στις άλλες μεγάλες παραθαλάσσιες πόλεις του Πόντου. Άλλες εταιρείες είναι η “ΑΜΟΙΒΑΙΑ Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής και Πρόνοιας” της οποίας η έδρα στην Αθήνα βρίσκεται στην οδό Σταδίου 56, η Εταιρεία παραγωγής ( με έδρα τον Πειραιά) κονιάκ Δημοσθένους Π. Πουρή η Ατμοπλοϊκή εταιρεία Αιγαίου, κλπ. Υπάρχει και ένας μικρός αριθμός ελεύθερων επαγγελματιών που στελεχώνουν την ανθούσα αγορά κυρίως της Τραπεζούντας αλλά και της δεύτερης σε πληθυσμό και οικονομική ανάπτυξη πόλης του Πόντου Αμισού (Σαμψούντας). Ένας άλλος τρόπος διείσδυσης της Ελλάδας στην περιοχή του Πόντου είναι η ίδρυση από ελληνικούς φορείς διαφόρων ιδρυμάτων εκεί, όπως ορφανοτροφείων. Σημαντικό ρόλο παίζει η ψυχαγωγία και κυρίως το θέατρο, που φαίνεται ότι αγαπούν ιδιαίτερα στον Πόντο και κυρίως στην Τραπεζούντα. Γνωστοί ελληνικοί θίασοι της Αθήνας, όπως της Κοτοπούλη και της Κυβέλης κάνουν παραστάσεις στην Τραπεζούντα και η επίσκεψή τους εκεί είναι ένα σημαντικό πολιτιστικό γεγονός, μέσω του οποίου μεταφέρεται το κλίμα και η ιδεολογία της αθηναϊκής κοινωνίας στην περιοχή. Στην περιοχή του Πόντου και γενικά στη Μ. Ασία η διείσδυση του ελλαδικού κράτους πραγματοποιείται μέσω ιδιωτικών φορέων, οι οποίοι είναι φορείς της κρατικής ιδεολογίας. Ένας απ’ αυτούς είναι ο “Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων”, του οποίου βασικά στελέχη είναι γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων και λογοτέχνες, όπως ο Γ. Δροσίνης, ο Δ. Βικέλας κλπ. Ο Σύλλογος αυτός οργανώνει βιβλιοθήκες, εκδίδει βιβλία και διάφορα εποπτικά μέσα διδασκαλίας πρωτοποριακά για την εποχή αυτή των αρχών του 20ου αιώνα ( αστρονομικούς πίνακες, βαρόμετρα και διάφορα άλλα όργανα φυσικής, ιστορικούς και γεωγραφικούς χάρτες και εικόνες κλπ). Διαθέτει ολόκληρη έκθεση εποπτικών οργάνων και βιβλίων που εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη.

Ιδιαίτερη μέριμνα του Συλλόγου είναι η ίδρυση ή και εμπλουτισμός ήδη υπαρχουσών σχολικών βιβλιοθηκών κυρίως στις εκτός Ελλάδος ελληνικές κοινότητες. Οι εκδόσεις πραγματοποιούνται υπό την εποπτεία καθηγητών του Πανεπιστημίου, ενώ τα έξοδα, ειδικά εκείνων που προορίζονται για τις βιβλιοθήκες αυτές, καλύπτουν κατά μεγάλο μέρος ή εξ ολοκλήρου πλούσιοι Έλληνες ομογενείς, όπως ο Γρ. Μαρασλής και ο Μ. Κοργιαλένης.

Ο Σύλλογος, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, τροφοδοτεί κατά την περίοδο αυτή με πολλά βιβλία τα σχολεία του Πόντου και το Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο “Ξενοφώντα” της Τραπεζούντας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι 2 από τα βιβλία που εκδίδει και προωθεί ο Σύλλογος στις σχολικές βιβλιοθήκες, είναι ο “Γεροστάθης” του Λ. Μελά και η “Περιήγησις εις τον Πόντον” του Κ. Παπαμιχαλόποουλου, που αποτελεί σημαντική πηγή για κάθε ερευνητή του Πόντου των αρχών του 20ου αιώνα.


2. Η περίπτωση του Συλλόγου των Μικρασιατών “Η Ανατολή”.

Η διείσδυση του ελλαδικού κράτους, όπως προαναφέρθηκε, πραγματοποιείται αποτελεσματικότερα μέσω ιδιωτικών φορέων, οι οποίοι είναι φορείς της κρατικής ελλαδικής ιδεολογίας. Έχουμε ήδη αναφερθεί σε τέτοιους φορείς, όπως το “Σύλλογο προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων”, κ.ά. Ο φορέας όμως που φαίνεται να παίζει σημαντικότερο ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα του Πόντου – αλλά και όλης της Μ. Ασίας – είναι ο Σύλλογος των Μικρασιατών “Η Ανατολή”. Ο Σύλλογος αυτός ιδρύεται στην Αθήνα το 1891 με μέλη του εξέχοντα στελέχη της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως καθηγητές του Πανεπιστημίου, κατά κύριο λόγο μικρασιατικής καταγωγής, ενώ κύριος και αποκλειστικός του σκοπός είναι “η εμπέδωσις της Ορθοδοξίας και η διάδοσις των ελληνικών γραμμάτων εν τη Μικρά Ασία”.

Πρόκειται σαφώς για ιδεολογικοπολιτικούς στόχους, οι οποίοι δικαιολογούνται από το γεγονός ότι στη Μ. Ασία κατοικούν όχι απλώς μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αλλά “το μισό ελληνικό γένος”, το οποίο από τα παράλια του Αιγαίου μέχρι τα βάθη της Ανατολής έχει την ίδια θρησκεία, τα ίδια ήθη και έθιμα και μιλά την ίδια γλώσσα, εκτός από ένα σημαντικό μέρος, που λόγω πολιτικών περιπετειών έχει απωλέσει την πατρογονική του γλώσσα.

Τη δράση του Συλλόγου καθορίζουν οι διαπιστώσεις αυτές καθώς και μια σειρά άλλων, όπως το ότι πάμπολλες ελληνικές κοινότητες στερούνται εκκλησιών και, πολύ περισσότερο, σχολείων. Σε εκατοντάδες δε κοινότητες λειτουργεί υποτυπωδώς σχολείο, κυρίως στο νάρθηκα των εκκλησιών, εάν υπάρχει και αυτός. Πέραν δε τούτων ισχυρό κίνητρο δράσης του Συλλόγου αποτελεί η ανεξέλεγκτη δράση των δυτικών προσηλυτιστών, οι οποίοι με τεράστια ποσότητα χρήματος προσπαθούν να διαφθείρουν τις συνειδήσεις των Ελλήνων εκμεταλλευόμενοι τα προαναφερθέντα προβλήματα και να προσηλυτίσουν τις ελληνικές κοινότητες “διαστρέφουσαι ασυστόλως και κακοβούλως την τε ιστορίαν και τα δόγματα της ορθοδοξίας και διακωμωδούσαι τον ορθόδοξον κλήρον”

και “διαβολικότατα πολιτευόμενοι οι ψυχέμποροι ούτοι, πειρώνται να στραγγαλίσουσι το εθνικόν φρόνημα των Ελλήνων”.

Απέναντι σ’ αυτά τα μεγάλα και πολύπλοκα προβλήματα, ο Σύλλογος απαντά με μια σειρά δράσεις, με κεντρικό στόχο να στηρίξει αποφασιστικά τα σχολεία των Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου αλλά και να ανακουφίσει τους Έλληνες σε κάθε περίπτωση που παρίσταται ανάγκη. Εκδίδει το περιοδικό “ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ”, το οποίο εμπλουτίζεται με ύλη, άρθρα, ειδήσεις κ.α. που στέλνονται από τις διάφορες περιοχές της Ανατολής όπου διαμένουν Έλληνες και αποτελεί πολύτιμη πηγή στοιχείων για την έρευνα του μικρασιατικού γενικά, αλλά και του ποντιακού ελληνισμού ειδικότερα, κατά την περίοδο αυτή.

Για τη στελέχωση των σχολείων δέχεται υποτρόφους των ελληνικών κοινοτήτων, τους οποίους προωθεί στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και στο Ιεροδιδασκαλείο που από το 1900 ιδρύει στη Σάμο, στο Διδασκαλείο Αθηνών

και στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο, καλύπτοντας μεγάλο μέρος των εξόδων φοίτησης και διαμονής και σε κάποιες περιπτώσεις καλύπτοντας το σύνολο των εξόδων. Οι υπότροφοι μετά την αποφοίτησή τους υποχρεώνονται να μεταβούν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και να υπηρετήσουν εκεί ως διδάσκαλοι ή ιερείς.

Ακόμη, εκατοντάδες από τους Ελλαδίτες αριστούχους αποφοίτους υποτρόφους αυτών των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οι οποίοι είναι φορείς της ιδεολογίας του Συλλόγου, αποστέλλονται σε διάφορες περιοχές της Μ. Ασίας και του Πόντου, ως απόστολοι για να αποκρούσουν τους κινδύνους από τον προσηλυτισμό και να στηρίξουν τη θρησκεία και τον εθνισμό των Ελλήνων. Η διαδικασία που ακολουθεί ο Σύλλογος είναι η αποστολή επιστολών προς τα όργανα των σημαντικότερων εκπαιδευτικών φορέων, όπως το Συμβούλιο των Σχολείων της Τραπεζούντας, από τα οποία ζητά κατάλογο αποφοίτων για να σπουδάσουν στην Ελλάδα ως υπότροφοι και αφού περαιώσουν τις σπουδές τους, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Σε πολλές περιπτώσεις ο Σύλλογος αποστέλλει διάφορα είδη στις απομακρυσμένες ελληνικές κοινότητες. Αυτά είναι κυρίως εποπτικό διδακτικό υλικό όπως γεωγραφικοί χάρτες, εικόνες από την Αγία Γραφή, αλλά και βιβλία για τον εμπλουτισμό των σχολικών βιβλιοθηκών, ακόμη διδακτικά βιβλία για τους άπορους μαθητές της κοινότητας, εκκλησιαστικά βιβλία, ιερά άμφια για τους ιερείς και γενικά οτιδήποτε θα μπορούσε να βελτιώσει τη θρησκευτική και εκπαιδευτική κατάσταση της κοινότητας.

Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ο Σύλλογος έρχεται αρωγός σε περιπτώσεις μεγάλων φυσικών καταστροφών που πλήττουν τους ελληνικούς πληθυσμούς, όπως γίνεται στην περίπτωση της μεγάλης πυρκαγιάς που πλήττει τη Σινώπη στο δυτικό Πόντο στις 1 Ιανουαρίου του 1895 και αποτεφρώνει τα ελληνικά σχολεία της πόλης, όπου με την ουσιαστική συνδρομή του Συλλόγου αποστέλλεται το ποσόν των 14.166 δραχμών (μεταξύ των οποίων 4000 δραχμές είναι προσφορά της ελληνικής κυβέρνησης) και παρακινούνται πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι Έλληνες, πλούσιοι ομογενείς και διάφοροι ελληνικοί φορείς να συνδράμουν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, όπως και γίνεται , κατά τέτοιο μάλιστα τρόπο, ώστε η ανοικοδόμηση των σχολείων της πόλης να γίνει πραγματικότητα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Παρόμοια περίπτωση είναι αυτή της περιοχής Κολωνείας του Πόντου, όπου ο Σύλλογος βοηθά τους εκεί Έλληνες να ανακουφιστούν από το σεισμό του καλοκαιριού του 1905 και να ανοικοδομήσουν τα κατεστραφέντα σχολεία και εκκλησίες

Μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της δράσης του Συλλόγου αποτελεί η προσπάθεια μελέτης της ιστορίας, αρχαιολογίας και οικονομίας της Μ. Ασίας και των επί μέρους περιοχών της και κυρίως η από κάθε άποψη μελέτη της κατάστασης, όπως διαμορφώνεται για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Για το λόγο αυτό λαμβάνει συνεχώς μακροσκελείς εκθέσεις από διαφόρους εξέχοντες παράγοντες των ελληνικών κοινοτήτων και κυρίως εκπαιδευτικών, οι οποίοι εκθέτουν τα κοινωνικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά προβλήματα καθώς και την οικονομική κατάσταση κλπ, παραθέτοντας ταυτόχρονα διαφόρους ενδιαφέροντες στατιστικούς πίνακες.

Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Σύλλογος έχει μια πολύ καλή εικόνα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κατάστασης του Πόντου και της υπόλοιπης Μ. Ασίας, γεγονός που τον βοηθά να προχωρά στον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό της δράσης του. Σημαντική αξία από κάθε άποψη έχει η αλληλογραφία του Συλλόγου που διασώθηκε και συνιστά πολύτιμο αρχειακό υλικό για τη μελέτη του μικρασιατικού χώρου. Ειδικά για την περίπτωση του Πόντου, το υλικό αυτό είναι αρχειοθετημένο κατά μητροπολιτικές επαρχίες και αποτελεί – παράλληλα με το περιοδικό του Συλλόγου τον “Ξενοφάνη” – πολύτιμη πηγή στοιχείων για τη μελέτη της περιοχής. Τα έγγραφα του αρχείου αυτού είναι πάρα πολλά και αφορούν επιστολές των εφορειών των σχολείων του Πόντου, όπου περιγράφεται η κατάσταση της εκπαίδευσης και ζητείται η συμπαράσταση του Συλλόγου. Υπάρχουν επίσης εκθέσεις εκπαιδευτικών και άλλων επιστημόνων προς το Σύλλογο, όπου περιγράφονται ιστορικά, γεωγραφικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.α. δεδομένα των διαφόρων περιοχών του Πόντου ενώ παράλληλα παρατίθενται και ενδιαφέροντες στατιστικοί πίνακες. Πολύ μεγάλης αξίας στοιχείο για την έρευνά μας είναι κάποιες επιστολές της Εφορείας των σχολείων της Τραπεζούντας προς το Σύλλογο, με τις οποίες ζητά την αποστολή επιστημονικά καταρτισμένων εκπαιδευτικών για να στελεχώσουν το Φροντιστήριο και τα δημοτικά σχολεία της πόλης που, ως γνωστόν, υπάγονται σ’ αυτό. Οι εκπαιδευτικοί που αποστέλλονται από το Σύλλογο στα σχολεία της περιοχής, αναλαμβάνουν να τον ενημερώνουν όχι μόνο για την κατάσταση της εκπαίδευσης στην περιοχή, αλλά και να διεκπεραιώσουν διάφορες εργασίες για λογαριασμό του Συλλόγου, όπως τη συγκέντρωση των συνδρομών προς το περιοδικό “Ξενοφάνης”, ή ακόμη και διάφορες στατιστικές και άλλες πληροφορίες για την περιοχή.

Το κύρος του Συλλόγου βρίσκεται σε υψηλό σημείο στη συνείδηση των Ελλήνων του Πόντου και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι σημαντικοί παράγοντες της ελληνικής κοινότητας Τραπεζούντας με μεγάλη προσφορά στην πόλη, προτείνονται από μέλη του Συλλόγου προς τα όργανά του , να ανακηρυχθούν επίτιμα μέλη του για την προσφορά τους αυτή.

Οι εκπαιδευτικοί που αποστέλλονται με ευθύνη του Συλλόγου στα σχολεία της Τραπεζούντας αλλά και του υπόλοιπου Πόντου, οφείλουν όχι μόνο να είναι άψογοι στη συμπεριφορά τους απέναντι στα μέλη των ελληνικών κοινοτήτων και της τοπικής κοινωνίας γενικότερα, αλλά και να έχουν μια πολυεπίπεδη κοινωνική προσφορά. Ως τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Διευθυντή των σχολείων της παραθαλάσσιας κωμόπολης Πουλαντζάκης, δυτικά της Τραπεζούντας, Μιλτιάδη Κεστεκίδη, αποφοίτου του Ιεροδιδασκαλείου Σάμου, “όστις επαινείται δια την ανύψωσιν του εκπαιδευτηρίου ου μόνον διευθύνων και διδάσκων και κηρύττων επ’ εκκλησίας κατά πάσαν Κυριακήν εναλλάξ ελληνιστί και τουρκιστί, αλλά και τους συνεργάτας αυτού διδασκάλους υποβοηθεί δι’ υποδειγματικών διδακαλιών και την μουσικήν και γυμναστικήν μετά ζήλου τους μαθητάς διδάσκων».

Γίνεται φανερό δηλαδή ότι ο Σύλλογος δεν φροντίζει μόνο να νουθετεί τους εκπαιδευτικούς που στέλνει στις διάφορες περιοχές του Πόντου ( και της Μ. Ασίας) και να ζητά από αυτούς να έχουν την καλύτερη δυνατή προσφορά, αλλά ακόμη προβάλει ως πρότυπα και τις περιπτώσεις των εκπαιδευτικών που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του.

Σε κάποιες περιπτώσεις στελέχη του Συλλόγου είναι Πόντιοι λόγιοι, οι οποίοι αναλαμβάνοντας σημαντικά καθήκοντα, συνδέουν το Σύλλογο με την πατρίδα τους, υποβοηθώντας κατ αυτό τον τρόπο τη διείσδυσή του εκεί. Ως τέτοιοι αναφέρονται ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ο γνωστός λόγιος, που διετέλεσε και εκπαιδευτικός του Φροντιστηρίου, ο οποίος για πολλά χρόνια όντας αντιπρόεδρος και Πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών “Η Ανατολή”, παίζει κεντρικό ρόλο στις διεργασίες και τη δράση του.

Άλλος είναι ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Α. Παπαδόπουλος (μετέπειτα, το 1928 στην Ελλάδα ιδρυτικό μέλος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών της οποίας πρώτος Πρόεδρος υπήρξε ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ενώ ο ίδιος αντικατέστησε αργότερα το μεγάλο ιεράρχη ως 2ος Πρόεδρος της Επιτροπής) ο οποίος ως αριστούχος απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναλαμβάνει την ιδιαίτερα σημαντική θέση του Διευθυντή του Ιεροδιδασκαλείου, συνδέοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ακόμη στενότερα την περιοχή του Πόντου με το Σύλλογο και διευκολύνοντας τη διείσδυσή του εκεί. Αναφέρονται ακόμη ο ιεροδιάκονος Κωνσταντίνος Ρωμανός, ο γιατρός Χρήστος Καλαντίδης, ο φιλόλογος Γεώργιος Σουμελίδης και άλλοι.

Παυλίδη Υπ. Αντωνίου

Σχολ. Συμβούλου, Δρα Κοινωνιολογίας
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου